Περίπου πέντε μήνες μετά το lockdown που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα για την ανάσχεση της πανδημίας COVID-19, η νέα αύξηση των κρουσμάτων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη δημιουργεί ανησυχία.
Στη συζήτηση για τη διαχείριση της κατάστασης κυριαρχούν δύο θέματα: κατά πόσο πρέπει προτεραιότητα μας να είναι η μείωση των κρουσμάτων με κάθε κόστος ή είναι δυνατό να αποφύγουμε τις χειρότερες επιπτώσεις του ιού χωρίς νέο lockdown.
Ο Δρ. Θεοκλής Ζαούτης, Καθηγητής Παιδιατρικής και Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας για τον νέο κορωνοϊό, εξηγεί μιλώντας στο protothema.gr και το ygeiamou.gr τι έχει αλλάξει τους τελευταίους μήνες σε σχέση με τις αρχές του 2020.
«Καταρχάς είναι η σημαντική βελτίωση στη διαχείριση των κρουσμάτων, καθώς οι επαγγελματίες υγείας αποκτούν εμπειρία και υιοθετούν καλές πρακτικές. Επιπλέον, είναι οι κλινικά δοκιμασμένες παρεμβάσεις που έχουν βοηθήσει να μειωθούν οι επιπλοκές, έχουν επιταχύνει την ανάρρωση και έχουν μειώσει τη θνητότητα. Το στεροειδές δεξαμεθαζόνη μειώνει έως και κατά 1/3 τους θανάτους ασθενών που λαμβάνουν αναπνευστική υποστήριξη, ενώ το αντιικό ρεμντεσιβίρη ελαττώνει σημαντικά το χρόνο ανάρρωσης και περιορίζει τους θανάτους», λέει.
Υπάρχει, όμως, ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας: η έγκαιρη, στοχευμένη αντίδραση των υγειονομικών αρχών, που έφερε ευρύτατες αλλαγές στη συμπεριφορά του πληθυσμού. Ατομικά μέτρα προστασίας, όπως η υγιεινή των χεριών, σε συνδυασμό με αυστηρούς κανόνες όπως η υποχρεωτική χρήση μάσκας, αποτέλεσαν «κλειδιά» για την επιτυχημένη διαχείριση της πρώτης φάσης της πανδημίας και πρέπει να συνεχίσουν να αξιοποιούνται το επόμενο διάστημα.
Πως μπορεί να αποφευχθεί νέο lockdown
«Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων επιβεβαιώνει ότι διαθέτουμε μέσα για να ελέγξουμε τον αριθμό των σοβαρών κρουσμάτων και των θανάτων, ακόμα και αν τα κρούσματα συνεχίζουν να αυξάνονται και η έγκριση ενός εμβολίου απέχει μήνες ακόμα. Με τον κατάλληλο σχεδιασμό, η Ελλάδα μπορεί να αποφύγει ένα νέο lockdown, το οποίο θα παραλύσει την οικονομία και θα θέσει σε δοκιμασία την ψυχική υγεία όλων», λέει ο κ. Ζαούτης.
Ο ρόλος των rapid test
Παράλληλα, όμως, σύμφωνα με τον καθηγητή Παιδιατρικής και Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, πρέπει να ενταχθούν ευρύτερα στα μέτρα για τον περιορισμό μετάδοσης του ιού τα γρήγορα τεστ (rapid test).
«Η πιο σημαντική παράμετρος αυτών των τεστ δεν είναι η ακρίβεια αλλά η συχνότητα με την οποία γίνονται. Τεστ που γίνονται καθημερινά ή έστω ανά 3 ημέρες, ασχέτως του πόσο “ευαίσθητα” είναι, μπορούν να αποτρέψουν τη μετάδοση. Αν οι πολίτες εντάξουν στη πρωινή ρουτίνα τους ένα τεστ που κάνουν μόνοι τους και δίνει αποτελέσματα σε 10-15 λεπτά, έχουμε μια σπουδαία ευκαιρία να περιορίσουμε τη διασπορά του ιού. Γι’ αυτό η ανάγκη ευρείας εφαρμογής των rapid test είναι επιτακτική», σύμφωνα με τον επιστημονικό διευθυντή του Κέντρου Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO.
Δύσκολος χειμώνας με δύο σοβαρές επιδημίες
Σχολιάζοντας δε τον επικείμενο χειμώνα, ο Δρ. Ζαούτης υπενθυμίζει ότι, «η περίοδος της γρίπης μπορεί φέτος να είναι χειρότερη από κάθε άλλη χρονιά, γι’ αυτό χρειάζεται άμεσα εθνική καμπάνια υπέρ του εμβολιασμού για τη γρίπη, προκειμένου να αποτρέψουμε μια πρόσθετη επιβάρυνση του συστήματος υγείας. Αυτό το χειμώνα έχουμε δύο σοβαρές επιδημίες μπροστά μας και μόνο ένα αποτελεσματικό εμβόλιο – αυτό της γρίπης».
Και καταλήγει λέγοντας ότι «για όλους τους παραπάνω λόγους, πρέπει να συνεχίσουμε να εξάγουμε και να επεξεργαζόμαστε ποιοτικά στοιχεία και να τα αξιολογούμε στο πλαίσιο της αντίδρασής μας έναντι της πανδημίας. Είτε γίνει lockdown είτε όχι, μια καλά ενημερωμένη κοινή γνώμη, που έχει πρόσβαση σε τέτοια στοιχεία και τα αξιοποιεί για το κοινό καλό, είναι “κλειδί” για ένα πιο ασφαλές μέλλον».
Πηγή: https://dimosio.gr