Το mcr-1 μεταφέρεται οριζόντια μεταξύ βακτηρίων και τους παρέχει αντοχή στην κολιστίνη, το αντιβιοτικό τελευταίας εκλογής όταν τα άλλα αποτυγχάνουν. Απομονώθηκε σε μωρό στο ΑΧΕΠΑ.
Το 2015 προκάλεσε παγκόσμια ανησυχία μια δημοσίευση Κινέζων επιστημόνων στο Lancet για ένα νέο γονίδιο, το mcr-1. Αυτό προσδίδει σε βακτήρια αντοχή στις πολυμυξίνες, μια κατηγορία πολύ ισχυρών αντιβιοτικών τελευταίας εκλογής, που χρησιμοποιούνται εκεί που όλα τα υπόλοιπα είναι αναποτελεσματικά. Το γονίδιο μεταφέρεται με πλασμίδια, μικρά μόρια DNA που έχουν την δυνατότητα οριζόντιας μετάδοσης από το ένα βακτήριο στο άλλο, ευνοώντας την ταχεία εξάπλωση.
Όταν δημοσιεύτηκε το επιστημονικό άρθρο, το mcr-1 είχε ήδη εξαπλωθεί ευρέως στην Κίνα, σε βακτήρια ανθρώπων, ζώων και του περιβάλλοντος, ενώ θεωρούνταν θέμα χρόνου η εξάπλωσή του και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, όπως και συνέβη τα επόμενα χρόνια.
Στην Ελλάδα, το γονίδιο πρωτοεμφανίστηκε σε σποραδικές ανευρέσεις σε ζώα εκτροφής (κοτόπουλα και αγελάδες), το 2020, ενώ το 2022 καταγράφηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης η πρώτη ανίχνευσή του σε άνθρωπο. Απομονώθηκε σε βακτήριο Escherichia coli (E. coli), στην εντερική χλωρίδα ενός μωρού 20 μηνών που νοσηλεύτηκε με λευχαιμία, όπως ανακοίνωσε ο βιοπαθολόγος, επιμελητής στο Εργαστήριο Μικροβιολογίας του ΑΧΕΠΑ και επιστημονικός συνεργάτης του ΑΠΘ, Γεώργιος Μελέτης , στο πλαίσιο του 37ου Μετεκπαιδευτικού Σεμιναρίου Ιατρικής Βιοπαθολογίας Βορείου Ελλάδος, που ολοκληρώθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Μιλώντας στο iatronet.gr, ο κ. Μελέτης εξηγεί την σημασία της πρώτης πανελλαδικά ανίχνευσης σε άνθρωπο, τις ενέργειες με τις οποίες αποτράπηκε η περαιτέρω μετάδοσή του στο νοσοκομείο και τους κινδύνους που εγκυμονεί μια πιθανή εξάπλωσή του στο ελληνικό σύστημα υγείας, το οποίο ήδη αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα μικροβιακής αντοχής. «Μπορεί να μας αφαιρέσει τη δυνατότητα χρήσης της κολιστίνης, της τελευταίας θεραπευτικής εκλογής», λέει χαρακτηριστικά.
Κολιστίνη vs πολυανθεκτικών μικροβίων
Η κολιστίνη (πολυμυξίνη Ε) χρησιμοποιείται στην Ευρώπη ως μια αποτελεσματική επιλογή έναντι λοιμώξεων από πολυανθεκτικά στελέχη Gram-αρνητικών βακτηρίων. Σε συνδυασμό με άλλα αντιβιοτικά χρησιμοποιείται κυρίως για λοιμώξεις από την «Κλεμπσιέλλα της πνευμονίας» (Klebsiella pneumoniae), αλλά και ως μονοθεραπεία έναντι Ψευδομονάδας (Pseudomonas aeruginosa) και Acinetobacter, που ενδημούν στα ελληνικά νοσοκομεία. Συχνά είναι μια από τις ελάχιστες διαθέσιμες λύσεις, ή ακόμα και η μοναδική επιλογή για τα XDR στελέχη, δηλαδή αυτά που αντιμετωπίζονται μόνο από ένα αντιβιοτικό, το οποίο σχεδόν πάντα είναι η κολιστίνη. Μία ενδεχόμενη διασπορά του γονίδιου mcr-1 μπορεί να ακυρώσει ακόμη και αυτή την τελευταία επιλογή.
“Αν περάσει στην Klebsiella pneumoniae – κάτι που έχει συμβεί ήδη στην Ευρώπη – και εξαπλωθεί, θα έχουμε μεγάλο πρόβλημα”, επισημαίνει ο κ. Μελέτης και εξηγεί: “Το λέω, γιατί στην Ελλάδα έχουμε στελέχη XDR που είναι ενδημικά στα νοσοκομεία. Το mcr-1 μπορεί να μας μπλοκάρει και αυτή την τελευταία λύση, της κολιστίνης, για να σωθούν αυτοί οι άνθρωποι”.
Ο μηχανισμός μετάδοσης
Το mcr-1 μεταφέρεται με πλασμίδια, μικρά κυκλικά μόρια DNA, που βρίσκονται μέσα στο βακτήριο και έχουν την δυνατότητα ταχείας οριζόντιας γονιδιακής μετάδοσης, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνα. “Μπορεί ένα βακτήριο να περάσει πλασμίδια στα γειτονικά του βακτήρια. Το ένα προσφέρει στο άλλο αντοχή, του παρέχει τους μηχανισμούς που χρειάζεται για να επιζήσει και αυτό”, σημειώνει ο βιοπαθολόγος και το εξηγεί με ένα παράδειγμα: “Ας πούμε πως έχουμε ορισμένα εκατομμύρια βακτήρια σε έναν οργανισμό και όλα είναι ευαίσθητα στην κολιστίνη, δηλαδή αν δώσουμε κολιστίνη θα πεθάνουν. Αν βρεθεί ένα που έχει αυτό τον μηχανισμό αντοχής σε πλασμίδιο, μπορεί να τον δώσει στα διπλανά του και έτσι να βρεθούν αρκετά που έχουν αντοχή στην κολιστίνη. Χορηγώντας κολιστίνη θα πεθάνουν όλα εκτός από αυτά τα λίγα που έχουν το πλασμίδιο. Αυτά θα συνεχίσουν να διαιρούνται και θα δημιουργήσουν έναν ανθεκτικό πληθυσμό, που μπορεί να φτάσει στα εκατομμύρια και να είναι πλέον όλα ανθεκτικά”.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη – μετανάλυση στο Lancet, η πιθανότητα να εμφανίσει λοίμωξη κάποιος που ενώ νοσηλεύεται φέρει στην εντερική του χλωρίδα πολυανθεκτικό Εντεροβακτήριο φτάνει το 14%.
Η ανίχνευση στο ΑΧΕΠΑ
Όπως ανέφερε ο κ. Μελέτης, στις αρχές του 2022, ένα κορίτσι 20 μηνών εξετάστηκε στην Αιματολογική Ογκολογική Μονάδα Παίδων και Εφήβων της Β’ Παιδιατρικής του ΑΧΕΠΑ, λόγω γενικευμένης αδυναμίας και εμπύρετου από δεκαημέρου. Στο ιστορικό είχε μόνο το ότι νόσησε τρεις μήνες πριν με συμπτωματική COVID-19 λοίμωξη. Δυστυχώς η μικρή βρέθηκε να έχει οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, η οποία ωστόσο, ευτυχώς αντιμετωπίστηκε με επιτυχία με το κατάλληλο χημειοθεραπευτικό σχήμα και είχε θετική ανταπόκριση με πλήρη ύφεση ήδη από την 33η ημέρα.
Έκτοτε, παρακολουθείται σε τακτά χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία λαμβάνονται καλλιέργειες φορείας ορθικού και ρινικού επιχρίσματος ως διαδικασία ρουτίνας. Σε αυτές τις καλλιέργειες, και πιο συγκεκριμένα στην καλλιέργεια του ορθικού, απομονώθηκε ένα στέλεχος Escherichia coli με ανθεκτικότητα σε συγκεκριμένα αντιβιοτικά. Από τον έλεγχο ευαισθησίας στα υπόλοιπα βρέθηκε υψηλού βαθμού ανθεκτικότητα στην κολιστίνη, η οποία επιβεβαιώθηκε με όλες τις διαθέσιμες μεθόδους. Ακολούθησε και μοριακός έλεγχος. “Όπως το περιμέναμε, το στέλεχος ήταν αρνητικό για όλες τις σημαντικές καρβεπενεμάσες, όμως για πρώτη φορά στο νοσοκομείο μας βρήκαμε ένα στέλεχος θετικό για το mcr-1 γονίδιο”, ανέφερε.
Δεν αναφέρθηκε κάποιο ιστορικό ταξιδιού ή κάποια επαφή του παιδιού με ζώα ή άλλες λοιμώξεις πέραν της COVID-19, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν είχε ληφθεί κολιστίνη. Στο νοσοκομείο έγινε έλεγχος φορείας στους συγγενείς, με αρνητικό αποτέλεσμα, ενώ ελήφθησαν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή της μετάδοσης, όπως απομόνωση της ασθενούς, απολύμανση, λήψη δειγμάτων από διάφορες επιφάνειες και έλεγχος σε συννοσηλευόμενους ασθενείς. Ευτυχώς δεν βρέθηκε αλλού το mcr-1 γονίδιο.
Στο πλασμίδιο δόθηκε το όνομα pMCR-AHEPA και καταχωρήθηκε στην διεθνή τράπεζα γονιδίων. Όπως διαπιστώθηκε, ήταν παρόμοιο με 38 άλλα πλασμίδια διαφορετικής προέλευσης και από διαφορετικές περιοχές του πλανήτη, γεγονός που καταδεικνύει αφενός την ευρεία εξάπλωση και αφετέρου τη σταθερότητά του.
Πηγη: https://www.iatronet.gr/