Ελληνική μελέτη για την Ελλάδα, Ρουμανία και Πολωνία, παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Φόρουμ Υγείας Gastein
Τον χαμηλότερο δείκτη ποιότητας ζωής παρουσιάζει η Ελλάδα από όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., με περισσότερους από 1 στους 3 Έλληνες (36%) να ζουν με χαμηλή ποιότητα ζωής, ενώ ακολουθεί στη δεύτερη θέση η Ρουμανία και στην τέταρτη θέση βρίσκεται η Πολωνία. Μάλιστα, οι άνθρωποι στη Ρουμανία ζουν λιγότερα έτη υγιούς επιβίωσης (59,9 έτη) σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ε.Ε. (64 έτη).
Την ίδια στιγμή, οι πολίτες των τριών αυτών κρατών παρουσιάζουν πολυνοσηρότητα (σημειώνεται ότι 6 στους 10 ανθρώπους στην Πολωνία πάσχουν από πολλαπλές παθήσεις), καθώς και υψηλές ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες (το 28% του πληθυσμού στην Ελλάδα, το 21% στη Ρουμανία και το 12% στην Πολωνία αναφέρουν ότι έχουν ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες), που αυξάνονται με τον καιρό.
Χρειάζεται επειγόντως εξισορρόπηση των ανισοτήτων υγείας στα κράτη της Ευρώπης
Οι ανισότητες στην υγεία θέτουν πρόσθετα εμπόδια στους ασθενείς
Αιτία των παραπάνω είναι ότι οι επενδύσεις στην υγεία, συνολικές δημόσιες και φαρμακευτικές δαπάνες υγείας, δεν επαρκούν σε αυτές τις 3 χώρες, παρά τη μεγάλη οικονομική τους ανάπτυξη τα τελευταία 20 έτη.
Συγκεκριμένα, το ποσοστό του ΑΕΠ που επενδύεται στην υγεία στις συγκεκριμένες χώρες εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από το μέσο όρο της Ε.Ε. των 27 (Ελλάδα 9%, Πολωνία 6,5%, Ρουμανία 5,7% του ΑΕΠ, με το μέσο όρο της Ε.Ε. να βρίσκεται στο 10%).
Στις χώρες αυτές παρατηρούνται υψηλά επίπεδα ιδιωτικών δαπανών υγείας από τους ασθενείς (Ελλάδα 35%, Πολωνία 20%, Ρουμανία 19% έναντι 15,3% του μέσου όρου της Ε.Ε.).
Αυτό, σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις στη λειτουργία των υπηρεσιών υγείας που προκλήθηκαν από την πανδημία, την κρίση του κόστους διαβίωσης, τον πληθωρισμό και τις γεωπολιτικές προκλήσεις, έχει οδηγήσει σε σημαντικά χαμηλότερο προσδόκιμο υγιούς διαβίωσης και λιγότερα έτη υγιούς διαβίωσης στην Ελλάδα, την Πολωνία και τη Ρουμανία, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε., γεγονός που εντείνει τις υγειονομικές και κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τη μελέτη ««Ο αντίκτυπος της υπο-επένδυσης στο φάρμακο και τις Υπηρεσίες Υγείας: Οι περιπτώσεις της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδας» που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Eurohealth Journal, ενώ θα παρουσιαστεί και στο Συνέδριο ISPOR το Νοέμβριο.
Η μειωμένη χρηματοδότηση
Ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Οικονομικών της Υγείας του ΕΚΠΑ Γιάννης Υφαντόπουλος, επεσήμανε ότι «Η δεκαετής οικονομική κρίση, τα 3 μνημόνια και στη συνέχεια η επιδημιολογική κρίση της COVID-19, επηρέασε σημαντικά την υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας στην Ελλάδα. Η κρατική χρηματοδότηση για την Υγεία στη χώρα μας δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως σπατάλη δημόσιων πόρων, αλλά ως ευκαιρία επένδυσης στην υγεία του πληθυσμού, δηλαδή του ανθρώπινου κεφαλαίου της οικονομίας μας».
Πληρωμές από την τσέπη των ασθενών οδηγούν συχνά σε καταστροφικές δαπάνες
Ειδικά για την Ελλάδα, η ανάλυση παρουσιάζει σημαντική υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σημαντική μείωση στις δημόσιες δαπάνες υγείας με αντίστοιχη αύξηση στις ιδιωτικές δαπάνες. Η μετακύλιση του κόστους από το δημόσιο τομέα στις τσέπες των Ελλήνων πολιτών επέφερε επιπλέον επιβάρυνση στα ελληνικά νοικοκυριά, δημιουργώντας υψηλά επίπεδα καταστροφικών δαπανών.
Το ζήτημα της χρόνιας υπο-επένδυσης στον τομέα της υγείας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες στα κράτη της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα σημαντικά λιγότερα έτη υγιούς επιβίωσης για τους πολίτες τους σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, συζητήθηκε στο Ευρωπαϊκό Φόρουμ Υγείας Gastein (EHFG 2023) που ολοκληρώθηκε χθες.
Η υγεία σε κρίση
Τα ευρήματα της σχετικής μελέτης παρουσίασε ο καθ. Υφαντόπουλος σε ειδική ενότητα με τον τίτλο «Συστήματα υγείας σε κρίση – η περίπτωση των περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών». Η μελέτη υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για δράση με στόχο την εξισορρόπηση των ανισοτήτων υγείας μεταξύ των πολιτών των περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών και της υπόλοιπης Ευρώπης.
Οι υψηλού επιπέδου ομιλητές του πάνελ, εκπροσωπώντας αρμόδιους φορείς χάραξης πολιτικής, ενώσεις ασθενών και τη φαρμακοβιομηχανία, σχολίασαν τα αποτελέσματα της μελέτης και αναζήτησαν κοινές προσεγγίσεις και πολιτικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση της πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη και τις εκβάσεις υγείας στην περιφέρεια.
Πηγη: https://www.in.gr/
Υπο-επένδυση στην Υγεία: Οι περιπτώσεις της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδας
Tην επείγουσα ανάγκη για δράση με στόχο την εξισορρόπηση των ανισοτήτων σε θέματα υγείας μεταξύ των πολιτών των περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών και της υπόλοιπης Ευρώπης, υπογραμμίζει μελέτη που παρουσιάστηκε κατά το πρόσφατο Ευρωπαϊκό Φόρουμ Υγείας Gastein (EHFG 2023).
Στο πλαίσιο του συνεδρίου συζητήθηκε το ζήτημα της χρόνιας υπο-επένδυσης στον τομέα της υγείας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες στα κράτη της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα σημαντικά λιγότερα έτη υγιούς επιβίωσης για τους πολίτες τους, σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η μελέτη «Ο αντίκτυπος της υπο-επένδυσης στο Φάρμακο & τις Υπηρεσίες Υγείας: Οι περιπτώσεις της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδας», που διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο Πολιτικών, Οικονομικών & Κοινωνικών Ερευνών (Ι.Π.Ο.Κ.Ε.), με επιστημονικό υπεύθυνο τον Καθηγητή του Ε.Κ.Π.Α., Ιωάννη Υφαντόπουλο, είχε ως κύριο στόχο τη διερεύνηση των επιπτώσεων της υπο-επένδυσης στα υγειονομικά συστήματα στις εκβάσεις υγείας και τη φαρμακευτική περίθαλψη στα 3 επιλεγμένα κράτη.
Τα ευρήματα
Με τη χρήση μακρο- και μικρο-ανάλυσης πηγών Big Data που καλύπτουν την περίοδο 1960-2021, η μελέτη κατέδειξε ότι οι επενδύσεις στην υγεία, συνολικές δημόσιες και φαρμακευτικές δαπάνες υγείας, δεν επαρκούν σε αυτές τις 3 χώρες, παρά τη μεγάλη οικονομική τους ανάπτυξης κατά τα τελευταία 20 έτη.
Το ποσοστό του ΑΕΠ για επενδύσεις στην υγεία στις επιλεγμένες χώρες εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από το Μ.Ο. των Ε.Ε.-27 (Ελλάδα 9%, Πολωνία 6,5%, Ρουμανία 5,7% του ΑΕΠ, με το Μ.Ο. της Ε.Ε. να βρίσκεται στο 10%), ενώ στις χώρες αυτές παρατηρούνται υψηλά επίπεδα ιδιωτικών δαπανών υγείας από τους ασθενείς (Ελλάδα 35%, Πολωνία 20%, Ρουμανία 19% έναντι 15,3% του Μ.Ο. της Ε.Ε.). Αυτό έχει οδηγήσει – συνδυαστικά με τις καθυστερήσεις στη λειτουργία των υπηρεσιών υγείας που προκλήθηκαν από την COVID-19, την κρίση κόστους διαβίωσης, τον πληθωρισμό και τις γεωπολιτικές προκλήσεις – σε σημαντικά χαμηλότερο προσδόκιμο υγιούς διαβίωσης και λιγότερα έτη υγιούς διαβίωσης στο σύνολο των τριών χωρών σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε., γεγονός που εντείνει τις υγειονομικές και κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η Ελλάδα συνδέεται με τους χαμηλότερους δείκτες ποιότητας ζωής από όλα τα κράτη της Ε.Ε., με 1 στους 3 Έλληνες (36%) να ζουν με χαμηλή ποιότητα ζωής, η Πολωνία βρίσκεται στην τέταρτη θέση ως προς την κατάταξη που αφορά την ποιότητα ζωής, ενώ οι άνθρωποι στη Ρουμανία ζουν λιγότερα έτη υγιούς επιβίωσης (59,9 έτη) σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ε.Ε. (64 έτη).
Οι πολίτες αυτών των κρατών παρουσιάζουν πολυνοσηρότητα (σημειώνεται ότι 6 στους 10 ανθρώπους στην Πολωνία υφίστανται πολυνοσηρότητα) καθώς και υψηλές ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες (το 28% του πληθυσμού στην Ελλάδα, το 21% στη Ρουμανία και το 12% στην Πολωνία αναφέρουν ότι έχουν ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες), που αυξάνονται με τον καιρό.
Σημαντική η υποχρηματοδότηση στην Ελλάδα
Ειδικά για την Ελλάδα, η ανάλυση παρουσιάζει σημαντική υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σημαντική μείωση στις δημόσιες δαπάνες υγείας, με αντίστοιχη αύξηση στις ιδιωτικές δαπάνες. Η μετακύλιση του κόστους από το δημόσιο τομέα στις τσέπες των Ελλήνων πολιτών επέφερε επιπλέον επιβάρυνση στα ελληνικά νοικοκυριά, δημιουργώντας υψηλά επίπεδα καταστροφικών δαπανών.
Οι παραπάνω μειώσεις των δημοσίων δαπανών επηρέασαν αναπόφευκτα την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, αυξάνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη, με την Ελλάδα να καταγράφεται ως μία από τις χώρες της Ε.Ε.-27 με τη μεγαλύτερη αύξηση στις ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες. Επιπλέον, η Ελλάδα συνδέεται με τους χαμηλότερους δείκτες ποιότητας ζωής από όλα τα κράτη της Ε.Ε., με 1 στους 3 Έλληνες (36%) να ζουν με χαμηλή ποιότητα ζωής.
«Η δεκαετής οικονομική κρίση, τα 3 μνημόνια και στη συνέχεια η επιδημιολογική κρίση της COVID-19, επηρέασε σημαντικά την υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας στην Ελλάδα. Η κρατική χρηματοδότηση για την Υγεία στη χώρα μας δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως σπατάλη δημόσιων πόρων αλλά ως ευκαιρία επένδυσης στην υγεία του πληθυσμού, δηλαδή του ανθρώπινου κεφαλαίου της οικονομίας μας», δήλωσε ο Καθηγητής του Ε.Κ.Π.Α., Ιωάννης Υφαντόπουλος.
Πηγη: https://www.insider.gr/