Τι επισημαίνει με άρθρο του στο iatronet.gr ο παιδίατρος – εντατικολόγος Τάσος Χατζής.
Του Τάσου Χατζή, παιδιάτρου, εντατικολόγου.
Πολύ πριν από την πανδημία με τον κορωνοϊό, ο αντιγριπικός εμβολιασμός είχε αποτελέσει αντικείμενο διαφωνίας ανάμεσα στους υγειονομικούς. Άλλοι υποστήριζαν ότι ο εμβολιασμός θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικός κι άλλοι προαιρετικός. Η πρώτη άποψη βασιζόταν στο επιχείρημα ότι, εφ’ όσον πρόκειται για θέμα δημόσιας υγείας, η εφαρμογή του θα έπρεπε να είναι καθολική. Η αντίθετη άποψη πρόβαλε κυρίως το επιχείρημα ότι, εφ’ όσον πρόκειται για ατομική πράξη, ο καθένας έχει το δικαίωμα να αποφασίζει για τον εαυτό του.
Με την πανδημία COVID – 19 και με την έναρξη των εμβολιασμών, μια από τις ομάδες, που παγκοσμίως θεωρήθηκε ότι θα έπρεπε να εμβολιαστεί κατά προτεραιότητα, ήταν οι υγειονομικοί. Αφ’ ενός για την προστασία των ίδιων των υγειονομικών λόγω της δικής τους έκθεσης σε ασθενείς με SARS–COV 2, αφ’ ετέρου για την προστασία των ασθενών που περιθάλπουν με άλλο νόσημα. Το Υπουργείο Υγείας (ΥΥ) επέλεξε την απομάκρυνση των ανεμβολίαστων υγειονομικών για όσο χρονικό διάστημα απαιτείτο με βάση την εξέλιξη της πανδημίας. Το ΣτΕ με πρόσφατη απόφαση του ακύρωσε την υπουργική απόφαση (ΥΑ) για συνέχιση του μέτρου. Το σκεπτικό του ΣτΕ (σε ελεύθερη απόδοση) ήταν ότι η επέκταση του μέτρου δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη σε συνάρτηση με τα τρέχοντα επιδημιολογικά δεδομένα.
Προφανώς ως εκ της ιδιότητας μου δε θα αποτολμήσω καμιά κρίση επί της απόφασης του ΣτΕ. Όμως ως υγειονομικός θα θέσω ένα (εύλογο πιστεύω) ερώτημα: Με την απόφαση του ΣτΕ θεωρητικά τουλάχιστον οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί αυτοδίκαια επιστρέφουν στις θέσεις εργασίας τους. Δηλαδή εμβολιασμένοι κι μη συνεργάτες θα δουλεύουν δίπλα – δίπλα και εξ ίσου θα φροντίζουν τους ίδιους ασθενείς! Και ως προς την προστασία των ίδιων των υγειονομικών από τη μετάδοση της νόσου από νοσούντα ασθενή, μπορεί να πει κανείς ότι είναι “δικό τους” πρόβλημα. Ως προς την προστασία των ασθενών από τους μη εμβολιασμένους υγειονομικούς, ποιος παίρνει την ευθύνη να εκθέσει τους ασθενείς σ’ ένα τέτοιο κίνδυνο;
[Εδώ θα πρέπει να πω ότι όσοι υποστηρίζουν ότι ο εμβολιασμός δεν πρέπει να είναι υποχρεωτικός, αρνούνται την επικρατούσα επιστημονική άποψη, σύμφωνα με την οποία ο ανεμβολίαστος πιο εύκολα μεταδίδει τον ιό σε σχέση με τον πλήρως εμβολιασμένο].
Το πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει το ΥΥ είναι σοβαρό και κατά τη γνώμη μου δε λύνεται με ημίμετρα, του τύπου “να τους βάλουμε σε θέσεις εργασίας όπου δεν απαιτείται να έρχονται σε επαφή με ασθενείς”! Τον Αναισθησιολόγο πού θα τον βάλει; Στο Μικροβιολογικό; Το νοσηλευτή ή τη νοσηλεύτρια της ΜΕΘ, που ξέρουμε πόσο εξειδικευμένοι είναι, θα τους βάλει πού; Και κυρίως ποιον / ποια θα βάλει στη θέση του; Ανεφάρμοστες κι ανεδαφικές λύσεις…
Αναγκαστικά θα πρέπει να γενικεύσω το θέμα:
Από την όποια σύγχρονη αφετηρία παροχής υπηρεσιών υγείας (τουλάχιστον από την εποχή του Pasteur) υπήρχε η έννοια (εφαρμοσμένη στην πράξη) της αμοιβαίας προστασίας των υγειονομικών και των ασθενών από τη μόλυνση από τα μεταδιδόμενα νοσήματα.
Όλοι γνωρίζουμε τα κλασσικά μέτρα, όπως το πλύσιμο των χεριών, τη χρήση μάσκας και γαντιών, την απομόνωση ασθενών, την αποστείρωση και την απολύμανση, κλπ κλπ. Σ’ αυτά μεταγενέστερα προστέθηκε κι ο εμβολιασμός, ο οποίος μάλιστα συνεχώς εμπλουτιζόταν κι εμπλουτίζεται με τα νεότερα εμβόλια. Ακόμη κι η προφυλακτική χορήγηση αντιμικροβιακών φαρμάκων εν μέρει έχει κι αυτόν το σκοπό.
Ερχόμενος στο “πολύ” σήμερα, όλοι οι Επιδημιολόγοι σ’ όλον τον κόσμο κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για «τσουνάμι» ιογενών κυρίως λοιμώξεων, ιδίως από τρεις ιούς: το SARS-COV 2 με τις παραλλαγές του, τον ιό της γρίπης και τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV). Για τους δύο πρώτους έχουμε ήδη εμβόλιο, για τον τρίτο φαίνεται ότι είμαστε πολύ κοντά.
Αφού τους επόμενους μήνες θα έχουμε μεγάλη έξαρση αυτών των ιογενών λοιμώξεων, που ήδη δημοσιογραφικά περιγράφεται ως τριπλή επιδημία ή τριδημία, αναπόφευκτα μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα νοσήσει κι ένα ποσοστό θα χρειαστεί νοσηλεία στο νοσοκομείο. Όμως και κάποιοι άλλοι ασθενείς θα νοσηλεύονται στα νοσοκομεία, γιατί είναι πρόωρα νεογνά, βρέφη με συγγενή καρδιοπάθεια, παιδιά με καρκίνο, έφηβοι με κυστική ίνωση, ενήλικες με χρόνια αυτοάνοσα νοσήματα, ηλικιωμένα άτομα κλπ. Μερικοί απ’ αυτούς θα χρειαστούν χειρουργική επέμβαση ή νοσηλεία στη ΜΕΘ. Όλοι αυτοί οι ασθενείς, που νοσούν από κάποιο μεταδοτικό ή μη μεταδοτικό νόσημα, δε θα πρέπει να προφυλαχτούν από οποιαδήποτε ενδονοσοκομειακή μετάδοση ιογενούς λοίμωξης; Και πώς αυτό θα επιτευχθεί; Προφανώς εφαρμόζοντας τα διεθνώς αποδεκτά υγειονομικά πρωτόκολλα προφύλαξης και προστασίας. Που ταυτόχρονα προφυλάσσουν και τους ίδιους τους υγειονομικούς από την επαγγελματική νόσο!
Άρα, αν όλα τα παραπάνω ισχύουν, θα πρέπει πρώτα να επαναδιατυπωθούν με σαφήνεια τα μέτρα αυτά, να γίνουν πάλι νόμος του κράτους ή ΥΑ (αν απαιτείται) και να ισχύσουν το ίδιο για όλους. Για όποιον προτάξει το επιχείρημα ότι αυτό σημαίνει υποχρεωτικότητα, η απάντηση μου είναι ότι θα πρέπει να προταχθεί η πειθώ και να ακολουθήσει η επαγγελματική συνέπεια κι η υπευθυνότητα.
Η εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής προϋποθέτει “αποκέντρωση” της όποιας “κεντρικής” απόφασης, τη διακίνηση και διαχείριση της σε επίπεδο Μονάδων Υγείας, την παρακολούθηση (ιχνηλάτηση) της επιδημιολογικής εξέλιξης, την προληπτική αλλά και “κατασταλτική” παρέμβαση καθώς και τη συνεχή προσαρμογή στα νέα επιστημονικά δεδομένα. Είναι εύκολο; Καθόλου! Όμως δεν είναι ανέφικτο, εφ’ όσον το δούμε σαν δικό μας θέμα και δεν αποδεχθούμε παθητικά άλλοι ν’ αποφασίζουν για μας…
Οφείλω όμως να μην αφήσω απέξω τις νοσοκομειακές λοιμώξεις από πολανθεκτικά στελέχη μικροβίων.
Υπάρχουν τρεις πηγές ή παράγοντες, που καθορίζουν αν θα συμβούν ή όχι και από τι είδους μικροβιακό στέλεχος.
- Πρώτο: η ίδια η μικροβιακή χλωρίδα του ασθενούς, από την οποία μπορεί να προκύψει η νοσοκομειακή λοίμωξη είτε στον ίδιο (πχ αλλόθεση) ή σε άλλο ασθενή (αποικισμός).
- Δεύτερο: από το / τη γιατρό, που θα συνταγογραφήσει τη χορήγηση του ή των αντιβιοτικών, η οποία θα μεταβάλλει τη μικροβιακή χλωρίδα του ασθενούς: “Με κάθε συνταγογράφηση ενός αντιβιοτικού ο / η ιατρός υπογράφει δύο συμβόλαια: ένα με τον ασθενή (με σκοπό να τον θεραπεύσει) κι ένα με την κοινωνία, αλλάζοντας τη μικροβιακή χλωρίδα του ασθενούς”.
- Τρίτο: ο κάθε υγειονομικός (ιατροί, νοσηλευτές, τεχνολόγοι κλπ), που αποτελούν τον ενδιάμεσο ξενιστή ανάμεσα σε δύο ασθενείς. Εδώ τα μέτρα ατομικής προστασίας – προφύλαξης παίζουν πρωταρχικό ρόλο!
Αν για όλα αυτά δείξουμε ευαισθησία, γνώση και συνέπεια, θα εκπληρώσουμε την Ιπποκράτειο ρύση “ασκείν περί τα νουσήματα δύο, ωφελέειν ή μη βλάπτειν”.
Πηγη:https://www.iatronet.gr/