Η κακοποίηση ως “κανονικότητα” – Πότε αυτή καταγγέλλεται

Τι έδειξαν τα ιατροδικαστικά αρχεία δεκαετίας στην Κεντρική Μακεδονία. Μιλά στο iatronet.gr η συντάκτρια της μελέτης, παιδίατρος, Ελισάβετ Αντωνιάδου.

Η χειροδικία, η απομόνωση, η στέρηση τροφής και άλλα είδη τιμωρίας εξακολουθούν και σήμερα να αποτελούν αποδεκτά μέσα πειθαρχίας και σωφρονισμού παιδιών για ένα τμήμα της κοινωνίας, ενώ θεωρούνται ως μέρος της “κανονικότητας” και για αρκετά παιδιά που τα υφίστανται. Ακόμα και η σεξουαλική κακοποίηση, στα αρχικά της στάδια, αποσιωπάται από ορισμένα θύματα, που θεωρούν πως δεν είναι ποινικά κολάσιμη πράξη, στο βαθμό που θα δικαιολογούσε μια καταγγελία στις αρμόδιες Αρχές.

Ενδεικτικά είναι τα ευρήματα αναδρομικής μελέτης δεκαετίας στα αρχεία της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης και του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής του ΑΠΘ, που έκανε πριν από μερικά χρόνια η παιδίατρος δρ Ελισάβετ Αντωνιάδου, στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής. Η έρευνα κατέδειξε ελάχιστο αριθμό καταγγελιών για περιστατικά σωματικής κακοποίησης (μόλις 90 περιπτώσεις σε μια δεκαετία για ολόκληρη την Κεντρική Μακεδονία), και περισσότερες (226 στο ίδιο διάστημα) για περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης. Τα τελευταία αφορούν στην πλειονότητά τους ολοκληρωμένη σεξουαλική πράξη, αποκαλύφθηκαν από οικείους των παιδιών και όχι από τα ίδια, ενώ η καταγγελία έγινε με καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επιβεβαίωση της κακοποίησης από τους ιατροδικαστές.

Μιλώντας στο iatronet.grη κ. Αντωνιάδου προσεγγίζει τα ευρήματα της μελέτης υπό το πρίσμα των καταιγιστικών αποκαλύψεων του τελευταίου διαστήματος. Διαπιστώνει απουσία ελέγχου στις δομές φιλοξενίας παιδιών, έλλειψη εκπαίδευσης του προσωπικού, αλλά και στρεβλή αντίληψη πολλών ακόμη και σήμερα για τα όρια του αποδεκτού.

226 περιστατικά σε μια δεκαετία

Οι 229 καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση αφορούσαν παιδιά ηλικίας από 3 μηνών ως και 17 ετών, με μέσο όρο ηλικίας τα 11,25 έτη. Τα 165 (72,1%) ήταν κορίτσια και τα 64 (27,9%) αγόρια.

Τα 75 (53,6%) παιδιά διέμεναν με την οικογένειά τους και αμφότερους τους γονείς τους και τα 49 (35,0%) με τον ένα γονέα. Επίσης, 14 παιδιά φιλοξενούνταν είτε σε κάποιο Ίδρυμα, είτε σε κάποιον από τους συγγενείς τους (θείο-α, μεγαλύτερο αδερφό).

Μόνο στο 19,2% των περιστατικών η καταγγελία έγινε μέσα στο πρώτο 24ωρο, ενώ στο 59,9% είχαν παρέλθει τουλάχιστον τρεις μέρες, γεγονός που περιόρισε στο ελάχιστο την πιθανότητα εύρεσης γενετικού υλικού. Έτσι, στο 79% των περιπτώσεων η ιατροδικαστική εξέταση των παιδιών απέβη αρνητική. “Ο έλεγχος του DNA πρέπει να γίνει εντός 24 ωρών, το πολύ 48. Αλλά κι αυτά που ήρθαν νωρίς, είχαν πλυθεί, είχαν αλλάξει εσώρουχο, είχαν καταστρέψει τα ρούχα που φορούσαν τη στιγμή της κακοποίησης”, εξηγεί η κ. Αντωνιάδου.

Την καταγγελία έκανε η μητέρα, η γιαγιά ή η αδελφή του θύματος στο 59% των περιπτώσεων. Στο 24,7% αυτή έγινε από το νοσηλευτικό ή εκπαιδευτικό ίδρυμα που φρόντιζε το παιδί, ενώ στο 15,2% την έκανε το ίδιο το παιδί.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων (65,2%) η καταγγελλόμενη κακοποίηση αφορά ολοκληρωμένη σεξουαλική πράξη από τον δράστη, ενώ στο 34,8% αναφέρεται σε θωπείες, φιλιά. “Ο δράστης συνήθως περνάει από στάδια: προσέγγιση στην αρχή, ασέλγεια, περνάει χρόνος από ένα στάδιο στο άλλο. Πολλά παιδιά στα αρχικά στάδια δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό που γίνεται είναι ποινικά κολάσιμο, αλλά το εκλαμβάνουν ως ένα μέρος της φυσιολογικότητας”, σημειώνει η παιδίατρος και προσθέτει: “Επίσης, οι δράστες ξέρουν συνήθως πού στοχεύουν: σε παιδιά που έχουν ελλιπή γονεϊκή προστασία. Αν ο δράστης δεν είναι εντός της οικογένειας, έρχεται να καλύψει το κενό της απουσίας επίβλεψης από τον γονέα, το παιδί ξεγελιέται και νιώθει πως κάτι πρέπει να δώσει, χωρίς να συνειδητοποιεί στην αρχή πως αυτό που συμβαίνει είναι μεμπτό”.

Σωματική κακοποίηση

Συνολικά, καταγράφηκαν 90 περιστατικά κατά την ίδια δεκαετία, από τα οποία τα 49 (54,4%) αφορούν σε αγόρια και τα 41 (45,6%) σε κορίτσια, με τον μέσο όρο ηλικιών τα 9 έτη.

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων (82,7%) το συμβάν καταγγέλθηκε εντός 5 ημερών και αφορούσε κυρίως σε αναφερόμενες κακώσεις που προήλθαν από χειροδικία (52,2%). Παράλληλα, στο 69,0% των περιστατικών αναφέρεται κακοποίηση και σε προηγούμενο χρόνο. Εντοπίστηκαν 5 (5,6%) περιπτώσεις βαριάς κακοποίησης που είχαν σαν συνέπεια το θάνατο του παιδιού. Τρεις θάνατοι οφείλονται σε βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ένας σε ασφυξία και ένας ήταν αποτέλεσμα βαριάς αφυδάτωσης και παραμέλησης.

Στο 68,2% των περιπτώσεων οι δράστες της κακοποίησης ήταν ενήλικοι άνδρες. Στο 77,7% φέρεται να είναι ένας από τους δύο γονείς, συνήθως ο πατέρας (54,4%). Επιπρόσθετα, φαίνεται να υπάρχει σημαντική σχέση ανάμεσα στο φύλο του δράστη και την κακοποίηση και άλλων μελών της οικογένειας, με τους άνδρες δράστες να κακοποιούν συχνότερα (77,5%) και άλλα άτομα εντός του οικογενειακού πλαισίου (αδερφός/ή-μητέρα).

Στο 82,2% των παιδιών που προσήλθαν για ιατροδικαστικό έλεγχο εντοπίσθηκαν βλάβες, οι οποίες θα μπορούσαν να οφείλονται σε πιθανή κακοποίηση, ενώ στο 17,8% δεν διαπιστώθηκε κάποια εμφανής κάκωση.

Κλειδί η απουσία ελέγχου

Σχολιάζοντας τις αποκαλύψεις που αφορούν στην Κιβωτό του Κόσμου, η κ.Αντωνιάδου εντοπίζει το πρόβλημα στην έλλειψη ελέγχου, λογοδοσίας και ενός συστήματος καταγραφής. “Στέλνουμε τα παιδιά, που είναι ήδη θύματα, και εκεί θυματοποιούνται ξανά, δευτερογενώς”, παρατηρεί και προσθέτει: “Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, σε πολλές περιπτώσεις η σωματική τιμωρία θεωρείται μέρος της διαπαιδαγώγησης. Η πειθαρχία επιβάλλεται μέσω του ξύλου, της απομόνωσης ή της τιμωρίας. Κάποιος που έχει μεγαλώσει με αυτά, θα κάνει αυτά που ξέρει. Στο τέλος το πρόβλημα είναι η απουσία ελέγχου και ειδικής εκπαίδευσης του προσωπικού αυτών των δομών, από τη μαγείρισσα μέχρι τον εκπαιδευτικό”.

Η ίδια θεωρεί πως δεν αυξήθηκαν τώρα τα περιστατικά, αλλά αυτό που βλέπαμε ήταν πάντα η κορυφή του παγόβουνου, και καταλήγει με την επισήμανση πως “το καλό με αυτή την υπόθεση είναι πως πλέον ανοίγουν πιο εύκολα τα στόματα”.

 

 

Πηγη: https://www.iatronet.gr/