Ο έγκριτος επιστήμονας στην συνέντευξη που ακολουθεί, αναφέρεται στις επαναμολύνσεις από τον ιό, ποιοι είναι οι παράγοντες που τις προκαλούν, αλλά και ποιες οι επιπτώσεις στο ανοσολογικό μας σύστημα, και πώς θα μπορούσαμε να τις αποφύγουμε.
Τρία και πλέον χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας, η κατανόηση της επιδημιολογίας και της κλινικής εικόνας των επαναλοιμώξεων της COVID-19 είναι ένα από τα μεγάλα «στοιχήματα» για τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Μόνο στις ΗΠΑ το 65% των πολιτών έχει μολυνθεί από τον ιό περισσότερες από μια φορά, τονίζει στο CNN Greece, ο κ. Αθανάσιος Τσακρής, καθηγητής Μικροβιολογίας, διευθυντής Εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής, αντιπρύτανης του ΕΚΠΑ.
Ο έγκριτος επιστήμονας στην συνέντευξη που ακολουθεί, αναφέρεται στις επαναμολύνσεις από τον ιό, ποιοι είναι οι παράγοντες που τις προκαλούν, αλλά και ποιες οι επιπτώσεις στο ανοσολογικό μας σύστημα, και πώς θα μπορούσαμε να τις αποφύγουμε.
Υποστηρίζει ότι ο μέσος χρόνος αρνητικοποίησης στις επαναλοιμώξειςέχει καταγραφεί να είναι πέντε ημέρες, έναντι επτά στις αρχικές λοιμώξεις.
Οι επαναμολύνσεις προσθέτει ακόμη, ότι τείνουν να γίνουν λιγότερο επικίνδυνες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσέχουν οι ευάλωτες ομάδες και οι άνθρωποι με υποκείμενα νοσήματα.
Ενθαρρυντικό είναι το εύρημα ωστόσο από πρόσφατη μελέτη, ότι σε παιδιά και εφήβους, σύμφωνα με τον συνομιλητή μας, οι επαναλοιμώξεις είναι λιγότερο συχνέςκαι οι πιθανότητες να οδηγήσουν σε σοβαρή νόσηση είναι πέντε φορές πιο περιορισμένες σε σύγκριση με την πρώτη λοίμωξη.
Για όσους πάσχουν από long covid, σύμφωνα με τον κ. Αθανάσιο Τσακρή, τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι κάποιες φορές η επαναμόλυνση μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα, αν και οι πιθανότητες να αναπτύξει κάποιος για πρώτη φορά long covid μειώνονται με τις επόμενες λοιμώξεις.
Θα νοσήσουμε όλοι μας ξανά και ξανά;
Καθώς η πανδημία συνεχίζεται, οι επαναλοιμώξεις είναι πιθανό να γίνονται ολοένα και πιο συχνές: τα επόμενα χρόνια, είμαστε σχεδόν όλοι «προορισμένοι» να νοσήσουμε από COVID-19 ξανά και ξανά.
Μοιάζουν παράδοξα όλα αυτά αν θυμηθούμε ότι δημοσιεύθηκε σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό, τον Αύγουστο του 2020, η περιγραφή του πρώτου επιβεβαιωμένου κρούσματος επαναλοίμωξης σε ασθενή από το Χονγκ Κονγκ, πέντε περίπου μήνες μετά την αρχική μόλυνση.
Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις αυτών των επαναλαμβανόμενων λοιμώξεων στο ανοσοποιητικό μας σύστημα και στην υγεία μας γενικότερα – βραχυπρόθεσμα αλλά και σε βάθος χρόνου;
Κατ΄αρχάς, ας δούμε γιατί έχουμε συχνές επαναλοιμώξεις με τον SARS-CoV-2.
Οι λόγοι είναι πολλοί:η ασθενής ή φθίνουσα αρχική ανοσολογική απόκριση, η επαναμόλυνση με γενετικά διαφορετικά ιικά στελέχη
η εξέλιξη του ιού σε ανοσοκατασταλμένα άτομα (ο ιός συνεχίζει να πολλαπλασιάζεται σε χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα), που μπορεί να οδηγεί στη δημιουργία νέων παραλλαγών και υποπαραλλαγών, η χαλάρωση των μέτρων ατομικής προστασίας, που επιτρέπει τη διασπορά και την ευρεία κυκλοφορία του ιού, επιτείνοντας τη γενετική διαφοροποίησή του.
Υπάρχουν, βέβαια, άλλες δύο παράμετροι: Η δυνατότητα που έχει ο SARS-CoV-2 να συνεχίζει να κυκλοφορεί ακόμη και σε πληθυσμούς με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη όπως και το ότι ο συγκεκριμένος ιός μπορεί να μολύνει και άλλα θηλαστικά.
Η ύπαρξη ενός μόνο φυσικού ξενιστή -και, επομένως, η μειωμένη κυκλοφορία ενός ιού στη φύση- συνήθως συνδέεται με μακρόχρονη προστασία των εμβολίων, σε αντίθεση με τους ιούς που έχουν πολλούς διαφορετικούς ξενιστές, όπως ο SARS-CoV-2 και οι εποχικοί κορωνοϊοί.
Λιγότερες οι επαναλοιμώξεις σε παιδιά και εφήβους
Τελευταία μάλιστα σε επιστημονική μας δημοσίευση από το Εργαστήριο Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, σε συνεργασία με συναδέλφους από το Πανεπιστήμιο Νόβι Σαντ της Σερβίας και τον Γιάννη Ιωαννίδη, καθηγητή Επιδημιολογίας, Ιατρικής και Στατιστικής του Στάνφορντ, εστιάσαμε στις επαναλοιμώξεις σε παιδιά και εφήβους, μελετήσαμε 32.524 περιπτώσεις και καταλήξαμε σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Όπως ότι σ’ αυτές τις ηλικιακές ομάδες οι επαναλοιμώξεις είναι λιγότερο συχνές και οι πιθανότητες να οδηγήσουν σε σοβαρή νόσηση είναι πέντε φορές πιο περιορισμένες σε σύγκριση με την πρώτη λοίμωξη. Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο διεθνές περιοδικό JAMA Network Open.
Κάποια επίσης σημαντικά συμπεράσματα έχουν προκύψει μέσα από πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα της επιστημονικής κοινότητας: Η σοβαρότητα της λοίμωξηςδεν σχετίζεται τόσο με το αν είναι επαναλοίμωξη, αλλά φαίνεται να υπάρχει ισχυρή συσχέτιση με γενετικούς παράγοντες. Η γενετική βάση της έμφυτης ανοσολογικής απόκρισης, δηλαδή, μπορεί να είναι πιο σημαντικός παράγοντας σοβαρότητας της λοίμωξης από την ανοσολογική μνήμη έπειτα από προηγούμενη λοίμωξη.
Άλλοι παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν την έκβαση και τη σοβαρότητατης επαναλοίμωξης: η ηλικία, τα υποκείμενα νοσήματα, η πρόσβαση στο σύστημα υγείας, η συχνότητα όπως και ή ένταση της έκθεσης στον ιό.
Η προστασία της φυσικής ανοσίας έναντι σοβαρής νόσησης στις επαναλοιμώξεις είναι υψηλότερη όταν η αρχική λοίμωξη αφορούσε την Όμικρον, αλλά μικρότερη αν οφειλόταν στην Άλφα ή την Δέλτα. Αυτό εξηγείται με το ότι στο μεταξύ ο ιός, μέσω των μεταλλάξεων και των ανασυνδυασμών του γενετικού του υλικού, έχει αποκτήσει μεγαλύτερη ευκολία να διαφεύγει της ανοσιακής μας απάντησης.
Ο μέσος χρόνος αρνητικοποίησης στις επαναλοιμώξεις έχει καταγραφεί να είναι πέντε ημέρες, έναντι επτά στις αρχικές λοιμώξεις.
Θα είναι λιγότερο επικίνδυνες σταδιακά οι επαναμολύνσεις
Κάποιες μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι τα άτομα που εμφανίζουν ήπια συμπτώματαστην πρώτη λοίμωξη πιθανότατα θα έχουν το ίδιο ήπια συμπτωματολογία και στην επόμενη. Επίσης, οι επαναμολύνσεις τείνουν να είναι λιγότερο επικίνδυνες.
Όλα αυτά, βέβαια, δεν σημαίνουν ότι οι επαναμολύνσεις είναι ακίνδυνες. Θα ήταν λάθος να περάσει αυτό το μήνυμα στους πολίτες. Τα ηλικιωμένα άτομα ή εκείνα με συννοσηρότητες, που είναι πιο ευάλωτα σε σοβαρή νόσηση και επιπλοκές, παραμένουν ευάλωτα κάθε φορά που θα νοσήσουν από COVID-19, έστω κι αν οι πιθανότητες νοσηλείας ή θανάτου έχουν μειωθεί σημαντικά.
Επίσης, για όσους πάσχουν από LONG-COVID, τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι κάποιες φορές η επαναμόλυνση μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα, αν και οι πιθανότητες να αναπτύξει κάποιος για πρώτη φορά LONG-COVID μειώνονται με τις επόμενες λοιμώξεις.
Θα γίνει τελικά κ. καθηγητά ο SARS-CoV-2 ενδημικός με επαναλοιμώξεις χωρίς σοβαρές συνέπειες, όπως συμβαίνει με τους εποχιακούς κορωνοϊούς;
Ενδεχομένως, σε βάθος (του εξελικτικού) χρόνου.
Θα καταφέρουμε ποτέ να είμαστε ένα βήμα μπροστά από τον ιό, αντί να επιχειρούμε να αντιμετωπίσουμε κάθε φορά τις διαρκώς αναδυόμενες υποπαραλλαγές του, όπως η πρόσφατη ΧΒΒ.1.16, ή αλλιώς Αρκτούρος;
Η προσπάθεια συνεχίζεται. Σε κάθε περίπτωση, παραμένει η ανάγκη για νέα εμβόλια με ευρύτερο φάσμα δράσης, για αντι-ιικά φάρμακα που θα χορηγούνται άμεσα ώστε να είναι αποτελεσματικά, για διαγνωστικά εργαλεία, για καλύτερο εξαερισμό σε δημόσιους χώρους και, φυσικά, για ενίσχυση του συστήματος υγείας.
Πηγη: http://medispin.blogspot.com/