ΙQVIA, Consulting & PMR: Πως μπορεί η Ελλάδα να προσελκύσει περισσότερες Κλινικές μελέτες

Η IQVIA σε συνεργασία με την Abbvie διενέργησε ολοκληρωμένη μελέτη
για το πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να προσελκύσει περισσότερες κλινικές
Ημελέτες.
Η μελέτη κατέγραψε τα οφέλη που έχει μια χώρα από την προσέλκυση κλινικών
μελετών. Αυτά περιλαμβάνουν: α) Οικονομικά οφέλη, β) Οφέλη στην αγορά
εργασίας και γ) Κλινικά οφέλη.
• Στα Οικονομικά οφέλη περιλαμβάνονται η αύξηση του ΑΕΠ, τα έσοδα από
φορολογία, τα έσοδα των κλινικών, νοσοκομείων, και των υγειονομικών
περιφερειών της Ελλάδος ως ποσοστό της επένδυσης, τα έσοδα του ΕΟΦ, η
αποφυγή εξόδων από τη χρήση των υπό διερεύνηση φαρμάκων καθώς και
υλικοτεχνικού εξοπλισμού που πολλές φορές δωρίζεται από τις εταιρείες που
διεξάγουν τις μελέτες στα νοσοκομεία που συμμετέχουν.
• Τα οφέλη στην αγορά εργασίας είναι πολύ σημαντικά καθώς δημιουργούνται
νέες θέσεις εργασίας και ταυτόχρονα βελτιώνεται το αντικείμενο εργασίας στις
υφιστάμενες θέσεις εργασίας. Δίνονται λοιπόν κίνητρα σε εξειδικευμένους

επαγγελματίες στο χώρο της υγείας
να ακολουθήσουν μια αξιόλογη

επαγγελματική πορεία χωρίς να
χρειαστεί να φύγουν στο εξωτερικό το
οποίο και θα βοηθήσει στην αντιστροφή
του brain drain.
• Τέλος τα κλινικά οφέλη είναι ίσως τα
πιο σημαντικά καθώς δίνεται πρόσβαση
στους ασθενείς σε καινοτόμες θεραπείες,
γίνεται καλύτερη παρακολούθηση των
ασθενών με βάση το πρωτόκολλο,
αυξάνεται η γνώση των γιατρών σε νέες
μεθόδους και θεραπείες, και υπάρχουν
περισσότερα δεδομένα τα οποία
μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για
αξιολόγηση των τεχνολογιών της υγείας.
Η Ελλάδα θα πρέπει να έχει την υγιή
φιλοδοξία να μετατραπεί από ουραγός
της Ευρώπης στην προσέλκυση κλινικών
μελετών σε ένα επίπεδο αντίστοιχο με το
μέσο όρο των υπολοίπων κρατών. Αυτή
τη στιγμή η κατά κεφαλή επένδυση σε
κλινικές μελέτες στην Ελλάδα είναι μόλις
4€ ανά πολίτη, ενώ ο μέσος όρος της
Ευρώπης είναι 49€ ενώ υπάρχουν και
χώρες όπως η Ελβετία και το Βέλγιο με
854€ και 278€ αντίστοιχα.
Στα πλαίσια της εν λόγω μελέτης, η IQVIA
κατέγραψε τις υφιστάμενες πρακτικές
και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει
η Ελλάδα και συγκέντρωσε βέλτιστες
πρακτικές από έξι άλλες χώρες:
Πορτογαλία, Βέλγιο, Γερμανία, Αυστρία,
Βουλγαρία και Ισραήλ.
Αναλύθηκαν όλοι οι παράγοντες που
εξετάζουν οι φαρμακευτικές εταιρείες
καθώς και οι εταιρείες διεξαγωγής
κλινικών μελετών προκειμένου να
επιλέξουν μια χώρα για να την εντάξουν
σε μια κλινική μελέτη. Αυτές είναι α)
η δυνατότητα εύρεσης ασθενών για
συμμετοχή στην έρευνα, β) η ποιότητα
διεξαγωγής, γ) τα οικονομικά κίνητρα
που παρέχονται. Η δυνατότητα εύρεσης
ασθενών για συμμετοχή στην έρευνα
επηρεάζεται πάρα πολύ από τα κίνητρα
που δίνονται στα νοσοκομεία καθώς και
από την απλότητα (η μη) της διαδικασίας
που ακολουθείται. Άλλοι παράγοντες
που επηρεάζουν την δυνατότητα
εύρεσης ασθενών για συμμετοχή στην
έρευνα αποτελούν ο πληθυσμός μιας
χώρας, η επιδημιολογία της νόσου στην
χώρα, η συγκέντρωση ασθενών σε
συγκεκριμένα κέντρα, η πρόσβαση (η μη)
των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες,
η ύπαρξη διεθνούς φήμης ερευνητών

στην χώρα, η επίδοση της χώρας στην προσέλκυση κλινικών μελετών στο παρελθόν καθώς και οι υποδομές στις κλινικές και τα νοσοκομεία. Η ποιότητα διεξαγωγής κλινικών μελετών είναι καθοριστικής σημασίας αλλά αποτελεί ένα δυαδικό κριτήριο το οποίο μια χώρα είτε το έχει είτε όχι. Τέλος τα οικονομικά κριτήρια σχετίζονται με την στρατηγική της κάθε εταιρείας, την σύνδεση των επενδύσεων με την αντίστοιχη απομείωση του Clawback, φόρο-ελαφρύνσεις και τέλος το κόστος της κλινικής μελέτης ανά ασθενή.

Η Ελλάδα υστερεί κυρίως στους χρόνους έγκρισης μια μελέτης καθώς και στην σύνδεση των επενδύσεων με την αντίστοιχη απομείωση του Clawback. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι πιο σημαντικοί στην επιλογή μιας χώρας, ενώ ταυτόχρονα είναι και οι παράγοντες στους οποίους έχει τον μεγαλύτερο έλεγχο μια χώρα. Στην Ελλάδα, οι χρόνοι έγκρισης της επιτροπής δεοντολογίας και του ΕΟΦ είναι πάρα πολύ ικανοποιητικοί και καλύτεροι του μέσου όρου των άλλων χωρών. Παρόλα αυτά, πεδίο ανησυχίας παραμένει η καθυστέρηση σε επίπεδο νοσοκομείων, η οποία μειώνει καθοριστικά την απόδοση της χώρας. Στην μελέτη προτείνεται η υλοποίηση 11 ενεργειών οι οποίες θα καθιστούσαν την Ελλάδα πιο δελεαστικό προορισμό κλινικών μελετών:

1. Θέσπιση οικονομικών κινήτρων στα νοσοκομεία για την υλοποίηση κλινικών μελετών

2. Θέσπιση δομών και διαδικασιών που θα επιτρέπουν στα νοσοκομεία να τιμολογούν το κόστος των εξετάσεων που σχετίζονται με κλινικές μελέτες στις εταιρείες

3. Θέσπιση R&D δομών σε βασικά νοσοκομεία για την επιτάχυνση των διαδικασιών των κλινικών μελετών

4. Καμπάνια ενημέρωσης των διοικητών των νοσοκομείων για τα οφέλη των κλινικών μελετών

5. Δημόσια διαβούλευση για καθορισμό πρότυπου συμβολαίου με αλλαγές που θα εξυπηρετούν όλους τους εμπλεκόμενους

6. Καμπάνια ενημέρωσης των επαγγελματιών υγείας και των πολιτών

7. Επανακαθορισμός των αρμοδιοτήτων και της αλληλοεπικάλυψης της Εθνικής Επιτροπής Δεοντολογίας και των Επιστημονικών Συμβουλίων των Νοσοκομείων

8. Μείωση των περιορισμών της επικοινωνίας των ασθενών με τις κλινικές έρευνες

9. Προώθηση της Ελλάδας ως προορισμός κλινικών μελετών

10. Βελτίωση των υποδομών βασικών νοσοκομείων, αξιοποιώντας κοινοτική χρηματοδότηση

11. Απαλλαγή των επενδύσεων των κλινικών μελετών από το Clawback

Η σύνδεση των επενδύσεων με την αντίστοιχη απομείωση του Clawback έχει πολύ μεγάλη σημασία καθώς αυτό αυξάνει τις επενδύσεις μιας φαρμακευτικής στην χώρα. Η μελέτη αναλύει το παράδειγμα της Πορτογαλίας στην οποία ο συγκεκριμένος μηχανισμός είναι ήδη σε λειτουργία και έχει οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων στην χώρα.

Ο μηχανισμός αυτός προφέρει απομείωση του Clawback που καλούνται να πληρώσουν οι φαρμακευτικές εταιρείες (το οποίο έχει ανώτατο όριο στα 200 εκατ. ευρώ) κατά αντίστοιχο νούμερο με το ύψος των επενδύσεων που επενδύουν σε κλινικές μελέτες στη χώρα. Ένας αντίστοιχος μηχανισμός προτείνεται να υλοποιηθεί και στην Ελλάδα.

Ο Σπύρος Αλεξανδράτος είναι επικεφαλής της συμβουλευτικής διεύθυνσης της IQVIA στην Ελλάδα. Στα πλαίσια του ρόλου του, είναι υπεύθυνος για τα συμβουλευτικά έργα της εταιρείας που σχετίζονται με την στρατηγική, τα advanced analytics, τις έρευνες αγοράς, καθώς και την αξιολόγηση τεχνολογιών υγείας. Ο κ. Αλεξανδράτος είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην διοίκηση των επιχειρήσεων (MBA) από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, μεταπτυχιακού (MSc) στα πληροφοριακά συστήματα από το London School of Economics, καθώς και προπτυχιακού (BSc) στην πληροφορική από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

Πηγη:HealthDaily