Η κεταμίνη αντιμετωπίζεται τα τελευταία χρόνια ως «θαυματουργή» θεραπεία κατά της κατάθλιψης, ωστόσο ο ακριβής τρόπος δράσης της παραμένει εν πολλοίς άγνωστος.
Τα νέα ευρήματα, σύμφωνα με τους ερευνητές, θέτουν υπό αμφισβήτηση παλαιότερες θεωρίες σχετικά με τον τρόπο δράσης της κεταμίνης ενάντια στην κατάθλιψη. «Δεν λειτουργεί όπως όλοι πίστευαν πως λειτουργεί» δηλώνει χαρακτηριστικά ο Δρ Άλαν Σάτζμπεργκ, καθηγητής Ψυχιατρικής και Επιστημών της Συμπεριφοράς στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και ένας εκ των συντακτών της μελέτης, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση American Journal of Psychiatry.
Δεδομένης της «επιδημίας» εξάρτησης από τα οπιοειδή αναλγητικά που πλήττει τις ΗΠΑ, τα νέα ευρήματα εγείρουν ανησυχίες για τις πιθανές συνέπειες της ευρείας χρήσης της κεταμίνης ως αντικαταθλιπτική θεραπεία. «Θα πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά τους κινδύνους που σχετίζονται με τη χρήση εξαρτητικών φαρμάκων –ακόμα και σε μικρές δόσεις– για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης» αναφέρει ο Δρ Σάτζμπεργκ.
Νέος πιθανός μηχανισμός δράσης της κεταμίνης
Η κεταμίνη χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες ως αναισθητικό, ταυτόχρονα όμως κυκλοφορεί παράνομα και ως ναρκωτικό, ευρύτερα γνωστό ως «Special K». Τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι έχει αξιόλογη και άμεση δράση στα άτομα με κατάθλιψη, προσφέροντας βελτίωση των συμπτωμάτων τους μέσα σε μόλις λίγες ώρες, σε αντίθεση με τις εβδομάδες που χρειάζονται άλλα αντικαταθλιπτικά για να δράσουν. Έτσι, χαρακτηρίστηκε ως πολλά υποσχόμενη θεραπεία για τη σοβαρή (κλινική) κατάθλιψη, καθώς και για τους ασθενείς με κατάθλιψη που δεν ανταποκρίνονται σε άλλα φάρμακα.
Η θεωρία που είχε επικρατήσει μέχρι τώρα για τον τρόπο δράσης της κεταμίνης αφορούσε την ικανότητά της να μπλοκάρει τον υποδοχέα μιας χημικής ουσίας στον εγκέφαλο που ονομάζεται γλουταμινικό, η οποία εμπλέκεται στον έλεγχο της διάθεσης. Ωστόσο, όταν οι επιστήμονες επιχείρησαν να αναπτύξουν άλλα φάρμακα που μπλοκάρουν τον ίδιο υποδοχέα, αυτά απέτυχαν να βελτιώσουν τα συμπτώματα της κατάθλιψης.
Στο πλαίσιο της νέας μελέτης, οι ερευνητές εξέτασαν μια άλλη θεωρία: ότι η κεταμίνη δρα ενάντια στην κατάθλιψη εν μέρει επειδή ενεργοποιεί τους υποδοχείς οπιοειδών.
Για τον σκοπό αυτόν, χορήγησαν σε μια ομάδα ασθενών ναλτρεξόνη, ένα φάρμακο που μπλοκάρει τους υποδοχείς οπιοειδών, πριν αυτοί ξεκινήσουν θεραπεία με κεταμίνη. Αυτή η μικρή ομάδα περιλάμβανε 12 ασθενείς με διαγνωσμένη κατάθλιψη, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν δοκιμάσει τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικές αντικαταθλιπτικές φαρμακευτικές αγωγές ή άλλες θεραπείες χωρίς αποτέλεσμα.
Όλοι οι ασθενείς έλαβαν κεταμίνη σε ενέσιμη μορφή σε δύο δόσεις: μία αφού είχαν λάβει τη ναλτρεξόνη και μία αφού είχαν λάβει εικονικό φάρμακο (placebo) αντί για τον αναστολέα των υποδοχέων οπιοειδών. Οι δύο δόσεις κεταμίνης χορηγήθηκαν με χρονική απόσταση ενός μήνα.
Η μελέτη ήταν διπλά τυφλή, δηλαδή ούτε οι ασθενείς ούτε οι ερευνητές γνώριζαν πότε χορηγήθηκε η ναλτρεξόνη και πότε το εικονικό φάρμακο. Ο συγκεκριμένος σχεδιασμός επιτρέπει να περιοριστεί σημαντικά η μεροληπτική θεώρηση των αποτελεσμάτων μιας επιστημονικής μελέτης.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως οι ασθενείς παρουσίασαν αξιοσημείωτη βελτίωση στα συμπτώματα της κατάθλιψης όταν η κεταμίνη συνδυάστηκε με το εικονικό φάρμακο, δεν συνέβη όμως το ίδιο για τον συνδυασμό κεταμίνης και ναλτρεξόνης. Ωστόσο, στη δεύτερη περίπτωση παρατηρήθηκαν διασχιστικές επιδράσεις λόγω της κεταμίνης (π.χ. παραισθήσεις).
Η διαφορά στην επίδραση της κεταμίνης στις δύο περιπτώσεις ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη που οι ερευνητές διέκοψαν πρόωρα τη δοκιμή τους προκειμένου να αποφύγουν δυσμενείς εκβάσεις για τους ασθενείς.
Δεδομένου του μικρού μεγέθους της μελέτης, τα ευρήματα θα πρέπει να αναπαραχθούν στο μέλλον στο πλαίσιο άλλων μελετών, αναφέρει σε άρθρο που συνοδεύει τη μελέτη ο Δρ Μαρκ Τζορτζ, καθηγητής Ψυχιατρικής, Ακτινολογίας και Νευροεπιστήμης στο Ιατρικό Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνα, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.
Περαιτέρω μελέτες θα πρέπει επίσης να εξετάσουν κατά πόσο η αντικαταθλιπτική δράση της κεταμίνης οφείλεται τελικά στην επίδρασή της αποκλειστικά στους υποδοχείς οπιοειδών ή συνδυαστικά στους υποδοχείς οπιοειδών και γλουταμινικού.
«Πρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τους μηχανισμούς δράσης της κεταμίνης και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος χρήσης και χορήγησής της» υπογραμμίζει ο Δρ Τζορτζ.
Πηγή: Live Science
https://www.onmed.gr