Τα σχολεία σύμφωνα με νέα έρευνα δεν αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης
Τα σχολεία φαίνεται να μην αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης ειδικά σε περιοχές όπου η επιδημική δραστηριότητα διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό Nature, τα μικρότερα παιδιά δεν είναι πιθανό να συμβάλουν σημαντικά στη μετάδοση του SARS-CoV-2 του κορονοϊού, ενώ τα μεγαλύτερα μπορεί να βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο.
Τα διεθνή δεδομένα δείχνουν ότι τα σχολεία ενδεχομένως να μην αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης της λοίμωξης COVID-19.
Βεβαίως, σε περιοχές όπου η επιδημική δραστηριότητα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα θεωρείται ασφαλέστερη η λειτουργία των σχολικών μονάδων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ιταλία περισσότερο από 65.000 σχολεία άνοιξαν το Σεπτέμβριο, ενώ παράλληλα άρχισε να σημειώνεται άνοδος των κρουσμάτων στην κοινότητα. Κατά τον πρώτο μήνα λειτουργίας τους μόνο 1.212 σχολικές μονάδες ανέφεραν κρούσματα COVID-19 και μάλιστα στο 93% των περιπτώσεων αφορούσαν μεμονωμένα κρούσματα που απομονώθηκαν έγκαιρα. Αντίστοιχα είναι και τα ποσοστά στην Αυστραλία.
Στις ΗΠΑ το ποσοστό των παιδιών που ήταν θετικά στον SARS-CoV-2 συνέχισε να αυξάνεται με το άνοιγμα το σχολείων και παράλληλα με τη συνολική επιδημική καμπύλη στην κοινότητα.
Ποιες ηλικίες προτιμά περισσότερο;
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μια μετα-ανάλυση, η οποία έδειξε ότι ιδιαίτερα τα παιδιά κάτω των 12-14 ετών είναι λιγότερα ευάλωτα στη λοίμωξη συγκριτικά με τους ενήλικες. Η πιθανότητα μετάδοσης αυξάνει με την ηλικία, ενώ οι έφηβοι έχουν την ίδια δυναμική μετάδοσης με τους ενήλικες.
Στις ΗΠΑ, τα κρούσματα σε μαθητές είναι περισσότερα στα λύκεια και ακολουθούν τα γυμνάσια και τα δημοτικά. Ο παθοφυσιολογικός μηχανισμός δεν έχει διαλευκανθεί πλήρως, αλλά αυτά τα δεδομένα μπορεί να οφείλονται στο μικρότερο μέγεθος των πνευμόνων των μικρών παιδιών και τη μικρότερη δυνατότητα παραγωγής αερολύματος ή/και στο μικρότερο δυναμικό μετάδοσης καθώς τα περισσότερα είναι εντελώς ασυμπτωματικά.
Πηγή: https://www.healthreport.gr