Καμπανάκι από τους ειδικούς για τις μεταλλάξεις του ιού
Η πανδημία CΟVID-19 έχει αδιαμφισβήτητα εκτεταμένες επιπτώσεις σε ολόκληρο τον κόσμο και ο ιός SARS-CoV-2 συνεχίζει να μεταδίδεται και να εξαπλώνεται. Θεραπείες που βασίζονται στην χορήγηση ενός μονοκλωνικού αντισώματος ή συνδυασμών μονοκλωνικών αντισωμάτων έναντι πρωτεϊνών του ιού έχουν λάβει άδεια χρήσης έκτακτης ανάγκης, ενώ περισσότερες θεραπείες βρίσκονται υπό ανάπτυξη.
Ακόμα, είναι διαθέσιμα εμβόλια με ιδιαιτέρα υψηλή δραστικότητα, συμπεριλαμβανομένων δύο που περιέχουν mRNA με αποτελεσματικότητά περίπου 95% ενάντια στην COVID-19.
Τα εμβόλια που βασίζονται σε ιϊκό φορέα περιέχουν επίσης γενετική πληροφορία του ιού SARS-CoV-2 και λόγω του χαμηλού κόστους και της ευκολίας συντήρησης πιθανότητα θα αποτελέσουν τα εμβόλια εκλογής για τον εμβολιασμό στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Όμως, όλες αυτές οι παρεμβάσεις αναπτύχθηκαν εναντίον του αρχικού στελέχους του ιού SARS-CoV-2 (στέλεχος άγριου τύπου) που εμφανίστηκε το 2019. Η πρόσφατη ανίχνευση των μεταλλαγμένων στελεχών (παραλλαγών) του ιού SARS-CoV-2, όπως η B.1.1.7 στο Ηνωμένο Βασίλειο και η B.1.351 στη Νότια Αφρική, προκαλεί ανησυχία λόγω της πιθανά ευκολότερης μετάδοσής τους λόγω των πολλαπλών μεταλλάξεων που φέρουν τα στελέχη στην πρωτεΐνη-ακίδα (spike protein, SP).
Έτσι, η μετάδοση του SARS-CoV-2 είναι ακόμη ανεξέλεγκτη σε πολλά μέρη του κόσμου και ο έλεγχος της είναι πιο δύσκολος σε περιοχές όπου επικρατεί το στέλεχος Β.1.1.7 το οποίο χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερο δυναμικό διασποράς, το οποίο μέχρι στιγμής έχει εντοπιστεί σε τουλάχιστον 94 χώρες. Επιπλέον, οι πρώτες μελέτες δείχνουν ότι μεταλλάξεις του στελέχους Β.1.1.7 μπορεί να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων.
Συγκεκριμένα, στην μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature αναδεικνύεται ότι το στέλεχος B.1.1.7 είναι ανθεκτικό στα περισσότερα μονοκλωνικά αντισώματα και σχετικά ανθεκτικό σε κάποια από τα υπόλοιπα μονοκλωνικά αντισώματα που δρουν μέσω σύνδεσης τους στη Ν-τελική περιοχή της πρωτεΐνης-ακίδας. Η ανθεκτικότητα οφείλεται κυρίως στην μετάλλαξη E484K στην πρωτεΐνη-ακίδα στο στέλεχος B.1.1.7 συγκριτικά με τον ιό άγριου τύπου.
Φαίνεται επίσης ότι το στέλεχος B.1.1.7 είναι σχετικά ανθεκτικό και στο πλάσμα από άτομα που έχουν νοσήσει και αναρρώσει από τον αρχικό («άγριο τύπο») του ιού SARS-CoV-2 (πρώτο εξάμηνο 2020) ή από τον ορό ατόμων που έχουν εμβολιαστεί ενάντια στον SARS-CoV-2.
Το στέλεχος B.1.351 και τα επερχόμενα στελέχη με παρόμοιες μεταλλάξεις στην πρωτεΐνη-ακίδα θέτουν νέες προκλήσεις για τις θεραπείες με μονοκλωνικά αντισώματα και απειλούν την αποτελεσματικότητα των σημερινών εμβολίων.
Σε άλλη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature με τίτλο ‘’Sensitivity of SARS-CoV-2 B.1.1.7 to mRNA vaccine-elicited antibodies’’ μελετήθηκε η ανοσία που παρουσιάζουν άνθρωποι που έχουν εμβολιαστεί με εμβόλιο mRNA (ΒΝΤ162b2) της εταιρείας Pfizer-BioNtech, στις νέες μεταλλάξεις του ιού.
Συγκεκριμένα, μετρήθηκαν τα επίπεδα των εξουδετερωτικών αντισωμάτων μετά την πρώτη και δεύτερη ανοσοποίηση (δόσεις εμβολιασμού)
Ο ορός αίματος από τα άτομα που έλαβαν το εμβόλιο ΒΝΤ162b2 παρουσίαζε ένα ευρύ φάσμα τίτλων αντισωμάτων που εξουδετερώνουν τους ψευδοϊούς SARS-CoV-2 «αγρίου τύπου».
Όμως, ο ορός αίματος μετά από εμβολιασμό βρέθηκε να έχει σχετικά ελαττωμένη δραστικότητα έναντι ψευδοϊών SARS-CoV-2 Β.1.1.7. Αυτή η ελάττωση της δραστικότητας ήταν επίσης εμφανής με τον ορό από ασθενείς που είχαν αναρρώσει από τη COVID-19 «άγριου τύπου» (πρώτο εξάμηνο 2020) έναντι των ψευδοϊών SARS-CoV-2 Β.1.1.7
ΠΗΓΗ: ΕΚΠΑ
Πηγή: https://www.healthreport.gr