Στα ήδη γνωστά συμπτώματα που μπορούν να εμφανιστούν μετά τη νόσηση με κορωνοϊό, νεότερη μελέτη φωτίζει ακόμα ένα λόγο που οι ιατροί θα πρέπει να βρίσκονται σε εγρήγορση, ειδικά όσον αφορά τα παιδιά που νοσούν
Η ευρεία διασπορά του κορωνοϊού μπορεί να κρύβει ακόμα μια απειλή για την υγεία των ασθενών. Ειδικότερα και συγκριτικά με όσους νόσησαν με γρίπη, οι νοσήσαντες με κορωνοϊό παρουσιάζουν μεγαλύτερες πιθανότητες εκδήλωσης επιληπτικών κρίσεων ή επιληψίας εντός των επόμενων έξι μηνών από την αρχική νόσηση.
Μάλιστα, σύμφωνα με την μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Neurology, ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος για τα παιδιά από ό,τι στους ενήλικες, ενώ παράλληλα, αυτά τα συμπτώματα εμφανίστηκαν και σε άτομα που δε χρειάστηκαν νοσηλεία για τη λοίμωξη COVID-19.
Όπως εξηγεί ο συγγραφέας της μελέτης, Arjune Sen, από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στην Αγγλία, «ενώ ο συνολικός κίνδυνος εμφάνισης επιληπτικών κρίσεων ή επιληψίας ήταν χαμηλός – λιγότερο από 1% όλων των ατόμων με COVID-19- δεδομένου του μεγάλου αριθμού των ατόμων που έχουν μολυνθεί με COVID-19, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των ατόμων με επιληπτικές κρίσεις και επιληψία. Επιπλέον, ο αυξημένος κίνδυνος επιληπτικών κρίσεων και επιληψίας στα παιδιά μας δίνει έναν ακόμη λόγο να προσπαθήσουμε να προλάβουμε τις λοιμώξεις από το COVID-19 στην παιδική ηλικία».
Για τη διεξαγωγή της μελέτης, οι ερευνητές εξέτασαν ένα δίκτυο αρχείων υγείας ατόμων που νόσησαν με κορωνοϊό. Στη συνέχεια, έκαναν μια σύγκριση με άτομα που αντίστοιχα είχαν νοσήσει από γρίπη κατά την ίδια χρονική περίοδο και τα παρουσίαζαν ομοιότητες ως προς την ηλικία, το φύλο και άλλους παράγοντες, όπως κοινές ιατρικές παθήσεις.
Συνολικά, διερευνήθηκαν 152.754 άτομα σε κάθε μία από τις ομάδες COVID-19 και γρίπης.
Σύμφωνα με όσα διαπίστωσαν οι ερευνητές, οι ασθενείς με COVID-19 εμφάνιζαν έως και 55% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν επιληψία ή επιληπτικές κρίσεις κατά τους επόμενους έξι μήνες, σε σύγκριση με τα άτομα που είχαν προσβληθεί από γρίπη. Το ποσοστό των νέων περιπτώσεων επιληψίας ή επιληπτικών κρίσεων ήταν 0,94% στα άτομα που έπασχαν από COVID-19, σε σύγκριση με 0,60% σε όσους είχαν γρίπη.
Η ερευνητική ομάδα επισημαίνει ότι τα ευρήματά τους θα πρέπει να αποτελέσουν μια προειδοποίηση για τους επικείμενους κινδύνους ακόμα και της λιγότερο σοβαρής νόσησης με κορωνοϊό: «Αν και τα αποτελέσματα θα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή από τον απλό κόσμο, οι επαγγελματίες υγείας συνίσταται να να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στα άτομα που μπορεί να έχουν πιο δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά επιληπτικών κρίσεων, όπως οι εστιακές συνειδητές κρίσεις κατά τις οποίες οι άνθρωποι είναι σε εγρήγορση και έχουν επίγνωση του τι συμβαίνει, ιδίως κατά τους τρεις μήνες μετά από μια λιγότερο σοβαρή λοίμωξη με COVID-19».
Έναν περιορισμό της μελέτης που παραθέτουν, τέλος, οι επιστήμονες είναι το γεγονός ότι δεν προσδιορίστηκαν οι παραλλαγές του ιού είχαν μολύνει τους ανθρώπους, καθώς θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα.
Πηγη: https://www.ygeiamou.gr/