Μελέτη για την δίαιτα KETO: Υπερδιπλασιάζει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων

Αποθαρρυντικά είναι τα  νέα για τις δίαιτες Keto χαμηλών υδατανθράκων, υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Σε προοπτική ανάλυση επιβεβαιώνεται ότι αυτό το διατροφικό πρότυπο συνδέεται με σημαντική αύξηση των επιπέδων της LDL χοληστερόλης,  αλλά και με την αύξηση των ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών συμβάντων.

Τα στοιχεία παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο της  ετήσιας συνάντησης του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας/Παγκόσμιου Συνεδρίου Καρδιολογίας (ACC/WCC). Οι δίαιτες LCHF που προκαλούν κέτωση στηριζόμενες σε υψηλότερη κατανάλωση πρωτεϊνών και λιπών και χαμηλότερη πρόσληψη υδατανθράκων έχουν μεγάλη δημοτικότητά τους. Ωστόσο, αρκετές αναφορές περιπτώσεων έχουν δείξει ότι η τήρηση αυτών των διαιτών οδηγεί σε αύξηση των επιπέδων χοληστερόλης σε διάφορους πληθυσμούς, συμπεριλαμβανομένων των εξαιρετικά προπονημένων αθλητών, οδηγώντας ορισμένους στο συμπέρασμα ότι η υπερχοληστερολαιμία μπορεί να μην είναι τόσο επιβλαβής σε άτομα που τηρούν αυστηρά μια κετογονική δίαιτα.

Στη μελέτη συλλέχθηκαν πληροφορίες για τη διατροφή, την εκτιμώμενη πρόσληψη θρεπτικών συστατικών και δείγματα αίματος περίπου μιας δεκαετίας. Ο πληθυσμός της μελέτης ήταν 1.525 συμμετέχοντες (μέση ηλικία 54 ετών, 73% γυναίκες, > 90% λευκοί) συμπεριλήφθηκαν σε μια ανάλυση που αντιστοιχίστηκε κατά φύλο 4:1-1.220 άτομα που ακολουθούσαν ένα τυπικό διατροφικό πρότυπο και 305 που ακολουθούσαν μια δίαιτα LCHF.

Με βάση την αυτοαναφερόμενη πρόσληψη, οι συμμετέχοντες που έτρωγαν μια τυπική δίαιτα κατανάλωναν συνήθως περισσότερες θερμίδες: 1.992 kcal/ημέρα σε σύγκριση με 1.450 kcal/ημέρα στην ομάδα LCHF. Όπως αναμενόταν, η μέση πρόσληψη υδατανθράκων, εκφρασμένη ως ποσοστό της ημερήσιας πρόσληψης, μειώθηκε στο μισό στην ομάδα LCHF, ενώ η ποσοστιαία πρόσληψη πρωτεϊνών και λιπών ήταν σημαντικά υψηλότερη και -σημειωτέον- ήταν πολύ πιο συγκεντρωμένη σε ζωικές πηγές. Η μέση ποσοστιαία πρόσληψη χοληστερόλης αποτελούσε λιγότερο από το 0,1% της συνολικής ημερήσιας πρόσληψης στους συμμετέχοντες της τυπικής δίαιτας, αλλά 0,31% στην ομάδα LCHF.

 

Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης παρέμειναν χαμηλότερα (3,64 έναντι 3,80 mmol/L; P = 0,004) και τα τριγλυκερίδια υψηλότερα (1,53 έναντι 1,34 mmol/L; P < 0,001) στην ομάδα τυπικής δίαιτας σε σύγκριση με την ομάδα LCHF. Η ολική χοληστερόλη, η μη-HDL χοληστερόλη και η απολιποπρωτεΐνη Β ήταν επίσης σημαντικά αυξημένες στην ομάδα LCHF.

Επίσης υψηλότερα ήταν τα περιστατικά αθηρωματικής καρδιαγγειακής νόσου (ASCVD) μεταξύ των ατόμων που έτρωγαν LCHF. Κατά τη διάρκεια έως και 11 ετών παρακολούθησης, το 9,8% της ομάδας LCHF και το 4,3% εκείνων που έτρωγαν μια τυπική δίαιτα είχαν ένα περιστατικό ASCVD (P < 0,001), μια παρατήρηση που παρέμεινε μετά την προσαρμογή για κοινούς παράγοντες κινδύνου CVD, όπως ο διαβήτης, το κάπνισμα, η παχυσαρκία και η υπέρταση.

 

 

Πηγη: https://virus.com.gr/