Η αντιμετώπιση της έκπτωσης του μυοσκελετικού συστήματος λόγω της γήρανσης αλλά και της φλεγμονής
Η επιμήκυνση του χρόνου ζωής τις τελευταίες δεκαετίες επέφερε ερωτήματα νέου τύπου, όπως για τη δυνατότητα της Ιατρικής να επιβραδύνει τη φθορά και τη γήρανση του μυοσκελετικού συστήματος των υγιών ατόμων. Ακόμη, ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα αντιμετώπισης των σοβαρών συνεπειών που προκαλούν οι φλεγμονώδεις ρευματικές παθήσεις και τη διατήρηση της ποιότητας ζωής των ρευματοπαθών σε αποδεκτά επίπεδα.
Α. Η γήρανση του μυοσκελετικού συστήματος
Ποτέ άλλοτε δεν ζούσαμε τόσο πολύ. Στην Ελλάδα, ο μέσος όρος ζωής ανέρχεται πλέον στα 81 έτη. Ο παγκόσμιος πληθυσμός ζει περισσότερο, αλλά γερνάει. Μεγαλώνοντας, επέρχονται αλλαγές και επιβαρύνσεις στις αρθρώσεις, στους μυς και στα οστά, που προκαλούν έκπτωση της λειτουργικότητάς τους. Η γήρανση του μυοσκελετικού συστήματος είναι περίπλοκη και δεν αφορά μόνο την απώλεια οστικής και μυϊκής μάζας και τις βλάβες του αρθρικού χόνδρου, των τενόντων και των συνδέσμων, αλλά και την έκπτωση της νευρικής λειτουργίας, με αποτέλεσμα τον μειωμένο έλεγχο των κινήσεων και της ισορροπίας.
Έχει αναγνωριστεί ότι οι δύο κυριότερες αιτίες της κακής μυοσκελετικής υγείας είναι η «παχυσαρκία» και η «έλλειψη άσκησης». Η αύξηση του σωματικού βάρους, που συμβαίνει συχνά στη μέση ηλικία, επιβαρύνει τις φέρουσες βάρος αρθρώσεις, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη οστεοαρθρίτιδας και άλλων διαταραχών. Επιπλέον, η παχυσαρκία ελαττώνει τη φυσική δραστηριότητα, μεταβάλλει την ορμονική ισορροπία και αυξάνει τις φλεγμονώδεις διεργασίες, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η ικανότητα του οργανισμού να διατηρήσει την ακεραιότητα του μυοσκελετικού συστήματος. Επομένως, η διατήρηση του σωματικού βάρους και η σωστή διατροφή καθώς και η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, μέσω της κατάλληλης άσκησης, αποτελούν, για την ώρα, τις μόνες γνωστές και τεκμηριωμένες παρεμβάσεις για την καθυστέρηση της ηλικιοεξαρτώμενης έκπτωσης του μυοσκελετικού συστήματος.
Επιπλέον, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η αντιμετώπιση των ψυχολογικών παραμέτρων, αφού η καταθλιπτική διάθεση –συχνή στους ηλικιωμένους– εμποδίζει τη φυσική και πνευματική δραστηριότητα, αλλά αυξάνει και το σωματικό βάρος.
Πέρα όμως από τις ήδη γνωστές παρεμβάσεις μέσω της δίαιτας και της άσκησης, η επιστημονική έρευνα προσπαθεί να προσδιορίσει σημαντικούς γενετικούς ή/και περιβαλλοντικούς παράγοντες που να εξηγούν τον διαφορετικό βαθμό έκπτωσης της μυοσκελετικής λειτουργίας μεταξύ των διαφορετικών ατόμων με την πάροδο της ηλικίας.
Έτσι θα γίνει εφικτή η οργάνωση αποτελεσματικών στρατηγικών για την επίτευξη καλής μυοσκελετικής υγείας, μέσω της εξατομικευμένης αντιμετώπισης ή/και τροποποίησης των επιβαρυντικών παραγόντων, ώστε να προληφθούν οι συνέπειες της γήρανσης του σκελετού των υγιών ατόμων.
Το σύνθημα της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας είναι: «Μυοσκελετική υγεία και ευεξία κατά την ηλικιακή μετάβαση και τη γήρανση» του κάθε ατόμου ξεχωριστά, αλλά και του πληθυσμού συνολικά.
Β. Η επιβαρύνσεις των φλεγμονωδών αρθρίτιδων
Είναι γνωστό ότι το ένα τρίτο του πληθυσμού παρουσιάζει συνεχώς ή κατά περιόδους ενοχλήσεις από το μυοσκελετικό σύστημα. Όμως, οι φλεγμονώδεις ρευματικές παθήσεις, που προσβάλλουν το 2% του πληθυσμού, είναι πολύ σοβαρές, χρόνιες, εξελικτικές και χωρίς κατάλληλη θεραπεία και οδηγούν σε μεγάλη νοσηρότητα, αναπηρία και θνησιμότητα.
Οι παθήσεις αυτές περιλαμβάνονται ανάμεσα στα κύρια νοσήματα που επιβαρύνουν το κοινωνικοοικονομικό σύνολο. Αποτελούν, εξάλλου, το συχνότερο αίτιο απουσίας από την εργασία και μακροχρόνιας λειτουργικής ανικανότητας.
Οι συχνότερες χρόνιες φλεγμονώδεις αρθρίτιδες είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα και η ψωριασική αρθρίτιδα, από τις οποίες πάσχουν περισσότεροι από 150.000 Έλληνες, κάθε ηλικίας. Η αρχική αιτία των παθήσεων αυτών παραμένει άγνωστη, αλλά η έρευνα έχει αποκαλύψει πολλούς από τους μηχανισμούς που δημιουργούν τις καταστροφικές βλάβες στις αρθρώσεις και στα άλλα όργανα.
Η προσβολή των περιφερικών αρθρώσεων ή/και της σπονδυλικής στήλης προκαλεί πόνο, διόγκωση, δυσκαμψία και παραμόρφωση. Εκτός από τις αρθρώσεις, καταστροφικές βλάβες παθαίνει και το υπόλοιπο μυοσκελετικό σύστημα (μύες, μαλακά μόρια, οστά), αλλά μερικές φορές και τα εσωτερικά όργανα, προκαλώντας σοβαρά συστηματικά προβλήματα.
Οι ασθενείς παρουσιάζουν δραματική επιδείνωση της ποιότητα ζωής, λόγω του χρόνιου βασανιστικού πόνου, της κόπωσης, της μειωμένης λειτουργικότητας και της παραγωγικότητας, αλλά και των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν κατά τη συμμετοχή τους σε οικογενειακές, κοινωνικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες.
Συχνές νοσηλείες, φάρμακα, εξετάσεις, χειρουργικές επανορθωτικές επεμβάσεις και συννοσηρότητες, όπως υπέρταση, διαβήτης, πνευμονοπάθεια, οφθαλμικά προβλήματα, καρδιαγγειακές και άλλες εκδηλώσεις, συμπληρώνουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Πρόληψη, ουσιαστικά, δεν υπάρχει για τις παθήσεις αυτές. Όμως, οι επιπτώσεις που προκαλούν μπορούν να ελαχιστοποιηθούν εφόσον γίνει «πρώιμη διάγνωση» και «έγκαιρη-κατάλληλη φαρμακευτική θεραπεία» καθώς και εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου προγράμματος «φυσικοθεραπείας-αποκατάστασης» και «ψυχολογικής υποστήριξης».
Η θεραπεία πρέπει να αρχίζει αμέσως μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων με τη χορήγηση αναλγητικών και μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων για τον πόνο και τη φλεγμονή. Η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων όμως δεν είναι αρκετή, γιατί η νόσος εξελίσσεται διαρκώς, καταστρέφει τις αρθρώσεις και προκαλεί παραμορφώσεις. Για αυτό, αμέσως μετά τη διάγνωση, χορηγούνται «τροποποιητικά φάρμακα», όπως η μεθοτρεξάτη ή η λεφλουνομίδη.
Μερικές φορές, χρειάζονται και μικρές δόσεις κορτιζόνης, για καλύτερο αποτέλεσμα τους πρώτους μήνες της θεραπείας, καθώς και στις εξάρσεις της νόσου.
Μαζί με τη φαρμακευτική θεραπεία πρέπει να αρχίζει αμέσως πρόγραμμα φυσικοθεραπείας, ώστε να διατηρηθεί η λειτουργικότητα των αρθρώσεων και να προληφθούν οι παραμορφώσεις. Οι ασθενείς καθοδηγούνται για συστηματική άσκηση και κατάλληλη δίαιτα, ενώ συχνά χρειάζονται και υποστηρικτική ψυχοθεραπεία.
Ακόμη και έτσι όμως, ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών αυτών (>30%) δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στη θεραπεία. Ευτυχώς, η έκρηξη των γνώσεων σχετικά με τη φλεγμονή και την αυτοανοσία, τα τελευταία χρόνια, είχαν ως αποτέλεσμα την παραγωγή στοχευμένων ειδικών θεραπειών για τις ασθένειες αυτές, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Οι «βιολογικοί παράγοντες» στρέφονται εναντίον συγκεκριμένων μορίων που παίρνουν μέρος στους μηχανισμούς των νόσων, αποτελώντας αυτή τη στιγμή την αιχμή του δόρατος στη Ρευματολογία.
Οι θεραπείες αυτές, εκτός από την ανακούφιση των συμπτωμάτων, προσφέρουν βελτίωση της λειτουργικότητας των ασθενών, μείωση της νοσηρότητας, της χρήσης υπηρεσιών υγείας, αλλά κυρίως προστασία ή καθυστέρηση της αναπηρίας. Αυτά τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα εξισορροπούν το υψηλό κόστος, για αυτό και χορηγούνται από τα ασφαλιστικά ταμεία όταν είναι απαραίτητα.
Παρ’ όλα αυτά, ο στόχος της «ίασης» παραμένει ζητούμενο. Μικρό ποσοστό των ασθενών επιτυγχάνουν, πρακτικά, τη «μακροχρόνια ύφεση» και την πλήρη «θεραπεία». Αλλά και για όσους επιτυγχάνουν τον στόχο, το ποσοστό των υποτροπών είναι τεράστιο μετά τη διακοπή των φαρμάκων.
Για αυτό και το παραδοσιακό ιατροκεντρικό μοντέλο, προσανατολισμένο γενικά στη θεραπεία της «νόσου», αλλάζει σταδιακά και οι παρεμβάσεις κατευθύνονται πλέον στην επίτευξη εξατομικευμένων στόχων για τη θεραπεία του «ασθενούς».
Η επιστημονική έρευνα αναζητά «βιοδείκτες» τόσο για τα άτομα που είναι πιθανότερο να νοσήσουν όσο και για το ποιος ασθενής θα ανταποκριθεί καλύτερα σε ποιο φάρμακο. Επιπλέον, καθοριστική σημασία στο θεραπευτικό αποτέλεσμα αναγνωρίζεται, πλέον, ότι αποτελεί η συμμετοχή του ίδιου του ασθενούς στην κατάστρωση και την εφαρμογή του θεραπευτικού σχεδίου. Ο ενημερωμένος και ενδυναμωμένος ασθενής αναλαμβάνει καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της δικής του ασθένειας.
Τελικά, η διατήρηση της μυοσκελετικής υγείας για αυτήν την ομάδα των ρευματοπαθών αποτελεί σοβαρή πρόκληση, με επιστημονικά, κοινωνικά, ψυχολογικά και οικονομικά κριτήρια. H Ιατρική αλλάζει σιγά-σιγά αντιλήψεις και πρακτικές και συνδέεται με τις υπόλοιπες επιστήμες του ανθρώπου. Συναντά, έτσι, και προσπαθεί να ανταποκριθεί στις σύνθετες «ανάγκες υγείας» των ανθρώπων του 21ου αιώνα και να συντονιστεί με το δικαίωμα του ασθενούς για «ολιστική υγεία».
Του Παναγιώτη Τρόντζα, ρευματολόγου, προέδρου της Επιστημονικής Εταιρείας για τη Μυοσκελετική Υγεία (ΕΠΕΜΥ), υπεύθυνου του Ρευματολογικού Κέντρου στο ΓΝΝΘΑ «Η Σωτηρία»
Who’s Who
O Παναγιώτης Τρόντζας γεννήθηκε στην Πάτρα το 1960. Τέλειωσε το 15ο Λύκειο στην Αθήνα και κατόπιν την Ιατρική Σχολή στη Θεσσαλονίκη το 1985. Έκανε την ειδικότητά του στη Ρευματολογία στο Ασκληπιείο Βούλας και πήρε τον τίτλο το 1995. Ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Ιατρικής Σχολής στην Αθήνα το 2000.
Εργάστηκε ως ρευματολόγος στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα υγείας. Από το 2017, είναι υπεύθυνος του Ρευματολογικού Κέντρου στο ΓΝΝΘ «Η Σωτηρία» στην Αθήνα.
Έχει δημοσιεύσει 15 ερευνητικές εργασίες σε διεθνή ιατρικά περιοδικά και έχει κάνει 70 ερευνητικές ανακοινώσεις σε διεθνή ιατρικά συνέδρια. Έχει δώσει 300 περίπου ιατρικές διαλέξεις σε ιατρικά συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Τη διετία 2015-2016 διετέλεσε εκλεγμένος πρόεδρος της Ελληνικής Ρευματολογικής Εταιρείας (ΕΡΕ-ΕΠΕΡΕ), ενώ από το 2010 ίδρυσε την Επιστημονική Εταιρεία για τη Μυοσκελετική Υγεία (ΕΠΕΜΥ), της οποίας είναι και πρόεδρος.
Υπήρξε πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής σε 40 ελληνικά ιατρικά συνέδρια. Πρωτοστάτησε στη συνεργασία της επιστημονικής κοινότητας με τις ενώσεις ασθενών και στην προώθηση της ενημερωτικής εκστρατείας του πληθυσμού για τις ρευματικές παθήσεις.
Από το 2017 διευθύνει την πρωτοβουλία της ΕΠΕΜΥ «Μεγαλώνοντας», η οποία περιλαμβάνει ερευνητικές, εκπαιδευτικές και ενημερωτικές πρωτοβουλίες για το Ageing.
Πηγή: Ph.B