Τα Ηνωμένα Έθνη όρισαν το χρονικό διάστημα 2016-2025 ως «Δεκαετία Δράσης για τη Διατροφή» σε αναγνώριση της αυξανόμενης σημασίας των τροφίμων και της διατροφής, καθώς σχετίζεται με όλες τις πτυχές της ανθρώπινης υγείας.
Ωστόσο, είμαστε σχεδόν στα μισά του δρόμου και δεν κάνουμε την πρόοδο που θα έπρεπε να κάνουμε.
Μια ολοκληρωμένη μελέτη επιστημονικών στοιχείων για τους στόχους και τη βιωσιμότητα των παγκόσμιων διατροφικών ειδών, η έκθεση της επιτροπής EAT-Lancet, αναφέρει πως οι ανθυγιεινές δίαιτες ενέχουν πλέον μεγαλύτερο κίνδυνο για τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα από τον συνδυασμό του μη ασφαλούς σεξ, του αλκοόλ, των ναρκωτικών και του καπνίσματος.
Επιπλέον, μια σημαντική πλειοψηφία των ανθρώπων δεν ακολουθούν δίαιτες που υποστηρίζουν την υγεία και την ευεξία.
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για αυτό, αλλά το γεγονός ότι η διατροφή δεν ενσωματώνεται στη γενική ιατρική, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους.
Και είναι λογικό, αφού δεν υπάρχει κανένα μάθημα που να ασχολείται με τη διατροφή στην ιατρική σχολή.
Η σύντομη εκπαίδευση στη διατροφή εμποδίζει τους παρόχους ιατρικής φροντίδας να αναγνωρίσουν την τροφή και τη διατροφή ως θεμελιώδη στην ανάπτυξη και τον έλεγχο των ασθενειών, γεγονός που αφήνει την εστίαση στη φαρμακευτική αγωγή ως το μόνο μέσο αλλαγής της παθοφυσιολογίας.
Όταν οι γιατροί δεν είναι επίσημα εκπαιδευμένοι σχετικά με τη διατροφή, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι σπάνια την χρησιμοποιούν ως μέσο αντιμετώπισης των ασθενειών κατά τις κλινικές τους εξετάσεις και συζητήσεις με τους ασθενείς.
Μελέτες έχουν δείξει ότι η συμβουλευτική διατροφής συμβαίνει μόνο στο 20 έως 30 τοις εκατό των επισκέψεων πρωτοβάθμιας φροντίδας και η διάρκεια της συμβουλευτικής ανά επίσκεψη είναι κατά μέσο όρο ένα λεπτό.
Η διατροφή δεν είναι κάτι που μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψη στο ιατρείο, καθώς οι επισκέψεις είναι ήδη πολύ πιεσμένες χρονικά.
Ωστόσο, η τοποθέτηση της διατροφής στην ιατρική συνομιλία αξίζει τον χρόνο και την προσπάθεια.
Η διατροφική εκπαίδευση, όταν συνδυάζεται με άλλες παρεμβάσεις, λειτουργεί.
Μελέτες έχουν δείξει θετική αλλαγή και οφέλη για την υγεία, όταν οι διατροφικές συνήθειες σε κοινωνίες χαμηλού εισοδήματος έχουν προτεραιότητα στην ιατρική περίθαλψη.
Δεν αρκεί να περιμένετε από τους ασθενείς να αναγνωρίσουν τον ρόλο που παίζει η διατροφή στην υγεία τους και να αναζητήσουν μόνοι τους τη διατροφική εκπαίδευση ή να τους παραπέμψετε σε έναν διατροφολόγο.
Οι ανισότητες εξακολουθούν να υπάρχουν και η επίσκεψη σε έναν διατροφολόγο δεν καλύπτεται από την ιατρική ασφάλιση των ασθενών.
Οι επαγγελματίες υγείας στην πρωτοβάθμια περίθαλψη είναι συνήθως πιο προσιτοί, και το πιο σημαντικό, αντιμετωπίζοντας τη διατροφή στην πρωτοβάθμια φροντίδα, το χάσμα μεταξύ διατροφής και υγείας ή ασθένειας μπορεί να αντιμετωπιστεί και μάλιστα σωστά.
Αυτό είναι σημαντικό να γίνει, προκειμένου να προστατευτεί ολόκληρο το σύστημα της υγειονομικής περίθαλψης.
Για χρόνια, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υποστήριζε ότι οι μη μεταδοτικές ασθένειες αυξάνονται και πως υπάρχει συσχέτιση με την αυξημένη κατανάλωση μεταποιημένων τροφίμων στις σύγχρονες δίαιτες.
Ο ΠΟΥ προβάλλει ότι έως το 2025, το τέλος της «Δεκαετίας Δράσης για τη Διατροφή», το οικονομικό κόστος των μη μεταδοτικών ασθενειών και της παχυσαρκίας που σχετίζονται με τη διατροφή, θα αντιπροσωπεύει πάνω από επτά τρισεκατομμύρια δολάρια σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η συμπερίληψη της διατροφής συμβουλής στην πρωτοβάθμια φροντίδα δεν είναι αδύνατη, όταν έχουν ήδη ενσωματωθεί άλλοι προληπτικοί έλεγχοι και συμβουλευτικές υπηρεσίες, που έχουν προκαλέσει σημαντικές μεταβολές στην υγεία του πληθυσμού.
Ως πρωταρχικό παράδειγμα, τα προγράμματα εμβολιασμού προκαλούν συνεργιστικές επιδράσεις στην υγεία.
Άλλες πρακτικές ελέγχου βάσει τεκμηρίων έχουν εφαρμοστεί στην πρωτοβάθμια φροντίδα με μεγάλη επιτυχία.
Ο έλεγχος και η παροχή συμβουλών για την έκθεση στο αλκοόλ και το κάπνισμα, τις συμπεριφορές υψηλού κινδύνου και την κατάθλιψη, είναι μερικά μόνο παραδείγματα.
Η παροχή συμβουλών για τη διατροφή εφαρμόζεται από ορισμένους γιατρούς, αλλά αυτό πρέπει να γίνει καθολικό και να επεκταθεί, ώστε να ενσωματώσει τον έλεγχο του διατροφικού περιεχομένου, των επιβλαβών (εξαιρετικά επεξεργασμένων) τροφίμων και των υπερβολικών θερμίδων.
Τα αποτελέσματα αυτής της έλλειψης ενσωμάτωσης της διατροφής στην ιατρική περίθαλψη έγιναν ξεκάθαρα, ιδιαίτερα όταν εμφανίστηκε η πανδημία COVID-19.
Η παχυσαρκία, η υπέρταση και ο διαβήτης, συνδέονται με την κακή διατροφή και όλα ταυτοποιήθηκαν ως παράγοντες κινδύνου για νοσηλεία και ακόμη και θάνατο από τον κορωνοϊό.
Η COVID-19 είναι ένα εντυπωσιακό παράδειγμα των σοβαρών συνεπειών της κακής διατροφής, αλλά υπάρχουν πολλά άλλα, όπως η μείωση της γνωστικής λειτουργίας και η άνοια, η οστεοπόρωση, ο καρκίνος και η εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Μία από τις καλύτερες λύσεις για την αντιμετώπιση της αυξημένης παχυσαρκίας και των μη μεταδοτικών ασθενειών βρίσκεται στην πρωτοβάθμια φροντίδα.
Οι επαγγελματίες του ιατρικού τομέα μπορούν να επηρεάσουν εκπαιδεύοντας τους ασθενείς τους να κάνουν πιο υγιεινές διατροφικές επιλογές.
Η βελτίωση της διατροφικής εκπαίδευσης μπορεί να καταφέρει να αλλάξει την αντιμετώπιση των ανθρώπων απέναντι στα τρόφιμα.
Παράλληλα με τη δήλωση του ΠΟΥ για τη Δεκαετία Δράσης για τη Διατροφή υπάρχει το κίνημα «Η διατροφή είναι το φάρμακο σου», που έχει αναπτυχθεί ως απάντηση σε αυξανόμενες ενδείξεις ότι μια υγιεινή διατροφή και η πρόσβαση σε ποιοτικά τρόφιμα βελτιώνουν τα αποτελέσματα της υγείας.
Η θεωρία πίσω από αυτό το κίνημα είναι ότι η σωστή διατροφή αποτελεί ένα προληπτικό σύστημα δημόσιας υγείας.
Είναι γνωστό ότι η διεύρυνση των ανισοτήτων στην υγεία εξαρτάται εν μέρει από τη διατροφή.
Η ενσωμάτωση της διατροφής στην πρωτοβάθμια φροντίδα αποτελεί πραγματικά μια κοινωνική ανάγκη.
Ακριβώς όπως όλοι πρέπει να έχουν πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη, με τον ίδιο τρόπο όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν ίση πρόσβαση σε σωστή διατροφική καθοδήγηση και σε θρεπτικά τρόφιμα.
Πηγή: https://www.medicalmanage.gr/