Γράφει η Κωνσταντίνα Μπρούσα, Δικηγόρος, Υπεύθυνη Επικοινωνίας και Διεκδίκησης Δικαιωμάτων Ασθενών “ΑΚΕΣΩ”
Η ανάγκη για σεβασμό των δικαιωμάτων του ασθενούς στο χώρο του σύγχρονου Ελληνικού Δημόσιου Νοσοκομείου είναι ιδιαίτερα επίκαιρη στις μέρες μας. Η υποστελέχωση των δημόσιων δομών υγείας σε συνδυασμό με τις κακές κτιριακές εγκαταστάσεις και την έλλειψη σε βασικά και αναγκαία υλικά επηρεάζουν δυσμενώς την εικόνα που έχουμε για τις δημόσιες δομές υγείας.
Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης στους επιστήμονες και τους επαγγελματίες υγείας εν γένει στα δημόσια νοσοκομεία είναι απόρροια της γενικότερης κατάπτωσης που φαίνεται να επικρατεί σε αυτά. Τεράστιες αναμονές για πρωινά αλλά και απογευματινά ραντεβού στους γιατρούς, εικόνες διαδρόμων γεμάτων με ράντζα, ακόμα και ελλείψεις σε φάρμακα, έχουν επίπτωση όχι μόνο στην υγεία των ασθενών, αλλά και στη γενικότερη εικόνα που δημιουργείται για το δημόσιο σύστημα υγείας.
Η απαξίωση των δημόσιων δομών υγείας και η στροφή των πολιτών σε ιδιωτικές υπηρεσίες έχουν ως αποτέλεσμα όχι μόνο την επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού, αλλά και τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου έντονης δυσαρέσκειας των πολιτών απέναντι στα Δημόσια Νοσοκομεία.
Τέτοιες καταστάσεις αναμφισβήτητα αποτελούν παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος των πολιτών στην υγεία, καθώς το Κράτος συνταγματικά δεσμεύεται για τη μέριμνά της και για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προστασίας της.
Το δικαίωμα στην υγεία εξειδικεύεται περαιτέρω με πλήθος νομοθετικών κειμένων που προβλέπουν ειδικότερες υποχρεώσεις στο πλαίσιο τήρησης των συνταγματικών δεσμεύσεων του Κράτους, όπως για παράδειγμα ο Νόμος 2971/1992 που κατοχυρώνει τα δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενούς.
Νομοθετικά η χώρα μας φαίνεται πως υπερ-προστατεύει τα δικαιώματα των ασθενών, μέσα από εθνικά αλλά και διεθνή κείμενα που έχει υπογράψει. Ωστόσο, το πρόβλημα που εντοπίζεται εκτεταμένα αφορά την ουσιαστική τήρηση των νόμων αυτών και μετέπειτα την ταχύτητα αντίδρασης σε περιπτώσεις παραβιάσεών τους.
Για παράδειγμα, πρόσφατα έγινε γνωστό πως η Ρευματολογική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Καβάλας ανέστειλε τη λειτουργία της λόγω αποχώρησης του μοναδικού ιατρού Ρευματολόγου που εργαζόταν. Παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη κινηθεί διαδικασίες πλήρωσης της θέσης αυτής, αδικαιολόγητες καθυστερήσεις οδήγησαν στο προσωρινό κλείσιμο της Κλινικής λόγω έλλειψης ιατρού.
Εκατοντάδες ασθενείς έχουν μείνει μέχρι και σήμερα χωρίς πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και αναγκάζονται είτε να στραφούν σε ιδιώτες γιατρούς είτε να διανύσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να επισκεφθούν τα Νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και της Αλεξανδρούπολης.
Πρόκειται για μια σαφή παραβίαση του δικαιώματος στην υγεία και στην απρόσκοπτη και δίχως περιορισμούς πρόσβαση σε δημόσιες δομές υγείας, την οποία το Κράτος αυτή τη στιγμή αδυνατεί να καταστείλει.
Ας έχουμε υπ’ όψιν πως πρόκειται για χρόνιους ασθενείς με μυοσκελετικά προβλήματα, που τους στερείται η πρόσβαση σε δημόσια δομή υγείας και αναγκάζονται είτε να πληρώσουν από την τσέπη τους την επίσκεψη σε ιδιώτη ιατρό είτε να ταξιδέψουν χιλιόμετρα ώστε να επισκεφθούν νοσοκομείο.
Υπάρχουν, επιπλέον, πολίτες που έχουν ρυθμίσει έτσι το πρόγραμμά τους ώστε να επισκεφθούν τον γιατρό για να τους δώσει μια διάγνωση σε συμπτώματα που εδώ και καιρό οι ίδιοι παρατηρούν, και ύστερα από αναμονή έξι μηνών, τους ανακοινώνεται από το Νοσοκομείο ότι γιατρός δεν υπάρχει. Πρόκειται σαφώς για μια δυσάρεστη κατάσταση που μπορεί να αποβεί μοιραία για την υγεία πολιτών, ενώ ταυτόχρονα συνιστά παραβίαση συνταγματικά προστατευμένου δικαιώματος.
Η δυσκολία συντονισμού των αρμόδιων φορέων (Υπουργείου, Υ.Π.Ε. και Διοίκησης Νοσοκομείου) έχει ως αποτέλεσμα την εδώ κι ένα μήνα αναστολή λειτουργίας της κλινικής. Παρά τα πολλά και έντονα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί, μέχρι και αυτή τη στιγμή κανείς δεν έχει δράσει αποτελεσματικά για την αντιμετώπισή του.
H δυσκολία για έγκαιρη επέμβαση σε παραβιάσεις δικαιωμάτων, οι οποίες ενδέχεται να αποβούν μοιραίες για την υγεία των πολιτών, καταδεικνύει τα μειωμένα αντανακλαστικά που διαθέτουμε ως χώρα, είτε αυτά αφορούν την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, που ομολογουμένως είναι εξαιρετικά αργή, είτε τη λήψη διορθωτικών μέτρων, που πολλές φορές γίνεται χωρίς προσεκτικό σχεδιασμό και τακτική.
Είναι λογικό λοιπόν οι ασθενείς να νιώθουν απροστάτευτοι μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις. Η ελλιπής γνώση των δικαιωμάτων τους αλλά και των μέσων που μπορούν να δράσουν, σε συνδυασμό με το φόβο της γραφειοκρατίας αλλά και το έντονο αίσθημα που κυριαρχεί μέσα τους εκείνη τη στιγμή για γρήγορη ανάρρωση, στερούν τέτοια περιστατικά από τη δημοσιότητα που τους αρμόζει και που ενδεχομένως θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη άσκηση πίεσης για άμεση αντιμετώπισή τους.
Ωστόσο οι ασθενείς έχουν τα εργαλεία να προστατευθούν και να δράσουν και αυτά είναι η υποβολή καταγγελιών στα Γραφεία Προστασίας Δικαιωμάτων Ληπτών Υπηρεσιών Υγείας που υπάρχουν σε κάθε Νοσοκομείο, αλλά και στο Συνήγορο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Οι θεσμοθετημένες αυτές διοικητικές αρχές εξασφαλίζουν την εισήγηση στο αρμόδιο Υπουργείο μέτρων για την αποκατάσταση και την προστασία των πολιτών, της εξάλειψης των φαινομένων κακοδιοίκησης και της βελτίωση της λειτουργίας των υπηρεσιών υγείας. Η περαιτέρω ευθύνη για την αντιμετώπιση περιστατικών παραβιάσεων δικαιωμάτων των ασθενών και για την άμεση αποκατάσταση αδικιών βαραίνει τους αρμόδιους φορείς.
Δυστυχώς, μέχρι και τη στιγμή που γράφεται το παρόν, λύση στο πρόβλημα της Ρευματολογικής Κλινικής της Καβάλας δεν έχει δοθεί. Καθημερινά δεκάδες ασθενείς στερούνται της νοσοκομειακής περίθαλψης που δικαιούνται και ταλαιπωρούνται με αδικαιολόγητες μετακινήσεις, επιβαρυνόμενοι οικονομικά αλλά και σωματικά.
*Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Ασθενών με Ρευματικά Αυτοάνοσα Νοσήματα «ΑΚΕΣΩ», ο οποίος διαθέτει αρμόδια υπεύθυνη για τη Διεκδίκηση Δικαιωμάτων των Ασθενών, έχει προβεί σε όλες τις προβλεπόμενες κινήσεις για την άμεση λύση του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί και παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις. Οι ρευματοπαθείς μπορούν ανά πάσα στιγμή να έρχονται σε επικοινωνία με το Σύλλογο για την παροχή βοήθειας σε θέματα που τους απασχολούν.
Πηγη:https://www.healthreport.gr