Πόσο απειλεί την Ελλάδα η ιλαρά

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι η χώρα μας μπαίνει στο «κλαμπ» των κρατών στα οποία δεν έχει εξαλειφθεί η νόσος. Τι λένε στο «Βήμα» ο ΠΟΥ, οι έλληνες αρμόδιοι και οι ειδικοί

Τα γεγονότα έχουν ως εξής: πριν από μερικές ημέρες η χώρα μας εισήλθε μαζί με άλλες τρεις ευρωπαϊκές χώρες στο «κλαμπ της ιλαράς». Κοινώς η Ελλάδα καθώς και η Αλβανία, η Τσεχία και το Ηνωμένο Βασίλειο, χώρες στις οποίες εθεωρείτο ότι η ιλαρά είχε εξαλειφθεί, σύμφωνα με δηλώσεις υπευθύνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), δεν θεωρούνται πλέον «ελεύθερες της νόσου». Μετά την ανακοίνωση του ΠΟΥ, οι αρμόδιοι στη χώρα μας αντέδρασαν τονίζοντας ότι τα στοιχεία στα οποία «πάτησε» ο Οργανισμός αφορούσαν τα έτη 2017-2018, κατά τα οποία υπήρχε πράγματι επιδημική έξαρση της νόσου, όπως συνέβη και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, και υπογράμμισαν ότι η εικόνα είναι εφέτος σημαντικά βελτιωμένη, με ελάχιστα κρούσματα ιλαράς. Σε κάθε περίπτωση, μετά και πέρα από αυτά τα περιστατικά τα οποία θα αναλύσουμε στις σελίδες που ακολουθούν, γεγονός αναμφισβήτητο παραμένει – και δεν χρήζει ανάλυσης – ότι η ιλαρά είναι μια νόσος που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, ακόμη και θάνατο, για την οποία εδώ και δεκαετίες υπάρχει ασφαλές εμβόλιο. Δεν νοείται λοιπόν, και σε αυτό συμφωνούν οι ειδήμονες, σε χώρες που θέλουν να ανήκουν στις ανεπτυγμένες να γίνεται συζήτηση σχετικά με επιδημίες ιλαράς όταν θα έπρεπε, αφού υπάρχουν όλα τα μέσα, να έχει «σβηστεί από τον χάρτη». «Το Βήμα» ήλθε σε επαφή τόσο με τους υπευθύνους του ΠΟΥ, όσο και με τους έλληνες αρμοδίους και σας παρουσιάζει τα όσα μας είπαν. Τα συμπεράσματα δικά σας (αλλά κυρίως οι πράξεις μετά την ανάγνωση του κειμένου…).
Ας ξετυλίξουμε το «ιο-κουβάρι» από την αρχή. Στις 29 Αυγούστου η διευθύντρια του Τμήματος Εμβολιασμών του ΠΟΥ Κέιτ Ο’Μπράιαν ανέφερε ότι η ιλαρά, με βάση τα στοιχεία, επέστρεψε στην Ελλάδα και στις άλλες τρεις ευρωπαϊκές χώρες που προαναφέραμε. Η κυρία Ο’Μπράιαν έκανε μάλιστα λόγο για οπισθοδρόμηση, για μια κατάσταση που έχει πάρει λάθος κατεύθυνση, τονίζοντας παράλληλα ότι και στις τέσσερις χώρες οι οποίες έχασαν το στάτους εξάλειψης του ιού της ιλαράς η εμβολιαστική κάλυψη ήταν άκρως υψηλή. «Αυτός είναι ο κώδωνας του κινδύνου που χτυπάει σε όλον τον κόσμο: το να καταφέρει μια χώρα να επιτύχει υψηλή εμβολιαστική κάλυψη δεν είναι αρκετό. Πρέπει να επιτευχθεί κάλυψη σε κάθε κοινότητα, σε κάθε οικογένεια για κάθε παιδί της».
Τα στοιχεία και τι λέει ο ΠΟΥ
«Το Βήμα» ήλθε σε επαφή με τον ΠΟΥ ύστερα από αυτήν την ανακοίνωση ζητώντας κατ’ αρχάς διευκρινίσεις σχετικά με τους κανόνες που διέπουν την απόφαση σχετικά με αλλαγή στο στάτους εξάλειψης της νόσου. Οπως μας εξήγησε ο δρ Σιντάρθα Ντάτα, εκ των επικεφαλής του προγράμματος για τις νόσους που μπορούν να προληφθούν με εμβόλια και εμβολιασμούς, από το γραφείο του ΠΟΥ στην Ευρώπη, «όταν μιλάμε για εξάλειψη μιας νόσου ουσιαστικώς εννοούμε τη διακοπή της μετάδοσής της παγκοσμίως. Να σημειώσω ότι όλες οι χώρες της ευρωπαϊκής περιοχής του ΠΟΥ έχουν δεσμευτεί ότι θέτουν ως προτεραιότητα την εξάλειψη τόσο της ιλαράς όσο και της ερυθράς – και όταν μιλάμε για εξάλειψη εννοούμε τη διακοπή της μετάδοσης των δύο νόσων. Προκειμένου να επαληθευτεί ότι μια ευρωπαϊκή χώρα έχει επιτύχει εξάλειψη της ιλαράς, πρέπει να αποδείξει στην αρμόδια επιτροπή του ΠΟΥ στην Ευρώπη ότι για μια περίοδο τουλάχιστον 36 μηνών δεν εμφανίστηκε αλυσίδα μεταδόσεων του ιού η οποία να διήρκεσε για 12 μήνες ή περισσότερο. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι στη χώρα δεν εμφανίστηκε κανένα κρούσμα ή κάποιο ξέσπασμα. Σημαίνει ότι σε περίπτωση που ο ιός εισήλθε με κάποιον τρόπο στη χώρα οι αρχές ήταν σε θέση να σταματήσουν τη μετάδοση μεταξύ ανθρώπων και την κυκλοφορία του μέσα σε 12 μήνες».
Ο δρ Ντάτα σημείωσε ότι τα στοιχεία τα οποία δικαιολόγησαν το να μπει η χώρα μας στην  «κόκκινη» ομάδα αφορούσαν το 2018. «Σύμφωνα με τα επίσημα επιδημιολογικά στοιχεία, η Ελλάδα ανέφερε 2.193 κρούσματα ιλαράς και δύο θανάτους το 2018 καθώς και 28 κρούσματα και κανέναν θάνατο για το πρώτο μισό του 2019 (από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο)». Συμπλήρωσε ότι και οι τέσσερις χώρες που βρέθηκαν τώρα στο προσκήνιο σχετικά με την ιλαρά «ανέφεραν υψηλή εμβολιαστική κάλυψη σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο η εμβολιαστική κάλυψη εμφανίζει ανομοιομορφίες εντός της κάθε χώρας με αποτέλεσμα να υπάρχουν θύλακες ευαίσθητων ομάδων. Η ιλαρά εξαπλώνεται όπου υπάρχουν αρκετά υποψήφια θύματά της». Να υπογραμμιστεί ότι η ιλαρά είναι μια άκρως μεταδοτική νόσος – από τις πιο μεταδοτικές. Εκτιμάται ότι 90% των ανεμβολίαστων ατόμων που θα εκτεθούν στον ιό της ιλαράς θα μολυνθούν με αυτόν. Σύμφωνα με ειδικούς στη δημόσια υγεία, προκειμένου να μπει «φρένο» στην εξάπλωση της νόσου πρέπει το 93%-95% του πληθυσμού να εμβολιαστεί για τον ιό.
Ο κύριος ένοχος για τα κρούσματα
Ρωτήσαμε τον ειδικό του ΠΟΥ ποιος φαίνεται να είναι ο κύριος ένοχος για την έκρηξη των κρουσμάτων ιλαράς σε διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες. Οπως είπε, «είναι πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες. Για παράδειγμα, τα μισά από τα κρούσματα σε ορισμένα ξεσπάσματα της νόσου αφορούσαν εφήβους και ενηλίκους που δεν εμβολιάστηκαν για την ιλαρά σε μικρή ηλικία. Ορισμένες οικογένειες έχουν περιορισμένη πρόσβαση στα συστήματα υγείας, ενώ κάποιοι γονείς καθυστερούν τους εμβολιασμούς καθώς δεν συνειδητοποιούν πόσο σοβαρή, ακόμη και θανατηφόρα, νόσος είναι η ιλαρά αλλά και άλλες νόσοι που μπορούν να προληφθούν μέσω εμβολίων. Η διάδοση ψευδών πληροφοριών σχετικά με τα εμβόλια αποθαρρύνει τους γονείς από το να εμβολιάσουν τα παιδιά τους, αλλά και τους ενηλίκους από το να υποβληθούν στα εμβόλια που χρειάζεται. Ολοι αυτοί οι παράγοντες καθιστούν πιο δύσκολο το να επιτευχθεί ένα ιδανικό επίπεδο προστασίας του πληθυσμού από την ιλαρά αλλά και άλλες μεταδοτικές νόσους που μπορούν να προληφθούν με εμβόλια, γεγονός που αποτελεί αιτία σοβαρής ανησυχίας».
Τι πρέπει λοιπόν να κάνουν οι χώρες, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας, για να αντιμετωπίσουν την ιογενή απειλή που γεννά ανησυχία και τι πρέπει να πράξει ο καθένας μας; Ο δρ Ντάτα επεσήμανε ότι «οι υγειονομικές αρχές κάθε χώρας πρέπει, μεταξύ άλλων, να φροντίσουν μέσα από καμπάνιες ώστε ο πληθυσμός να κατανοήσει την ασφάλεια και τα οφέλη των εμβολίων, καθώς επίσης και να διασφαλίσουν ότι οι επαγγελματίες υγείας εμβολιάζονται ώστε να αποτραπεί η εξάπλωση της νόσου στα νοσηλευτικά ιδρύματα. Επίσης οι παιδίατροι πρέπει να είναι καλά ενημερωμένοι σχετικά με τη νόσο και τα εμβόλια ώστε να προτείνουν εμβολιασμούς στους γονείς. Είναι επίσης σημαντικό οι υγειονομικές αρχές να βελτιώσουν την ικανότητα ανίχνευσης επιδημιών καθώς και τα μέτρα απόκρισης στις επιδημίες». Σε ό,τι αφορά τον πληθυσμό, ο ειδήμονας του ΠΟΥ απηύθυνε αρχικώς ένα μήνυμα: «Πρέπει όλοι να γνωρίζουν ότι η ιλαρά είναι μια σοβαρή νόσος, η οποία όμως μπορεί να προληφθεί με δύο δόσεις ενός ασφαλούς και αποτελεσματικού εμβολίου. Οι γονείς πρέπει να εμβολιάζουν τα παιδιά τους με βάση τα όσα ορίζει το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών της χώρας τους, ενώ όλοι οι έφηβοι και οι ενήλικοι πρέπει να ελέγξουν αν είναι επαρκώς εμβολιασμένοι και να εμβολιαστούν αν έχουν χάσει κάποια δόση. Και μια σημαντική σύσταση: οποιοσδήποτε έχει ερωτήματα ή επιφυλάξεις σχετικά με τους εμβολιασμούς ας συμβουλευτεί κάποιον ειδικό. Σε περίπτωση δε που αναζητήσει πληροφορίες στο Διαδίκτυο, ας ψάξει για έγκυρες πηγές μέσω του Vaccine Safety Net. Πρόκειται για ένα δίκτυο που αποτελείται από ιστοσελίδες οι οποίες έχουν αξιολογηθεί από τον ΠΟΥ και οι οποίες προσφέρουν έγκυρες πληροφορίες βασισμένες σε δεδομένα σχετικά με τα εμβόλια και τις νόσους που μπορούν να προληφθούν με εμβολιασμούς (www.vaccinesafetynet.org)».
Τι λένε οι ελληνικές αρχές
Για να συνεχίσουμε το ξετύλιγμα του μίτου των «ιλαρο-γεγονότων», η αναφορά του ΠΟΥ στη χώρα μας και η ένταξή της στην ομάδα των χωρών που δεν έχουν εξαλείψει τη νόσο προκάλεσε την αντίδραση των αρμόδιων ελληνικών αρχών. Ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία τονίζεται ότι από τις αρχές του 2019 έως σήμερα η επιδημία ιλαράς στη χώρα μας βρίσκεται σε ύφεση, καθώς κατά το διάστημα αυτό έχει καταγραφεί μικρός αριθμός κρουσμάτων ιλαράς – συνολικά 28 – σε παιδιά από κοινότητες Ρομά αλλοδαπής εθνικότητας και σε ενήλικα άτομα με πρόσφατο ταξίδι σε ενδημικές χώρες. Στην ανακοίνωση αναφέρεται επίσης ότι «μέσα στο τρέχον έτος δεν καταγράφηκε κανένας θάνατος από ιλαρά στη χώρα μας». Ο ΕΟΔΥ διευκρίνισε ότι όντως τα έτη 2017 και 2018 εκδηλώθηκε επιδημία ιλαράς και στη χώρα μας, όπως σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Συγκεκριμένα δηλώθηκαν στο Τμήμα Επιδημιολογικής Επιτήρησης και Παρέμβασης 3.259 κρούσματα ιλαράς που αφορούσαν κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά, καθώς και νεαρούς ενηλίκους (25-44 ετών) από τον γενικό πληθυσμό που ήταν επίνοσοι στην ιλαρά, μεταξύ των οποίων και ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι επαγγελματίες υγείας. Ωστόσο η εικόνα αυτή δεν ισχύει σε ό,τι αφορά το 2019, οπότε και καταγράφεται σημαντική βελτίωση. Παρά την άκρως βελτιωμένη κατάσταση, ο Οργανισμός τόνισε πως κεντρικό σημείο της στρατηγικής πρόληψης της ιλαράς παραμένει ο συστηματικός εμβολιασμός, που μαζί με την επιδημιολογική επιτήρηση της νόσου αποτελούν τα πλέον ενδεδειγμένα μέτρα για τον έλεγχό της. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαία η συνεχιζόμενη εγρήγορση των τοπικών και εθνικών αρχών και των επαγγελματιών υγείας για τη συνέχιση της συστηματικής εφαρμογής του εμβολιασμού έναντι της ιλαράς τόσο στον γενικό πληθυσμό όσο και σε θύλακες του πληθυσμού με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη.
Μιλώντας στο «Βήμα» η κυρία Μαρία Θεοδωρίδου, ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, σημείωσε μάλιστα ότι οι αρμόδιες αρχές της χώρας μας έχουν ήδη αποστείλει επιστολή στον ΠΟΥ ζητώντας να υπάρξει διευκρίνιση σχετικά με το ότι τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η ανακοίνωσή του αφορούν την επιδημική έξαρση των ετών 2017-2018. «Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο προκειμένου να μη στιγματίζεται λανθασμένα η χώρα μας, με δεδομένο ότι η εικόνα αυτή τη στιγμή σε ό,τι αφορά τον έλεγχο της ιλαράς είναι τελείως διαφορετική. Δεν έχουμε πλέον επιδημία εν ενεργεία, όπως λανθασμένα θα υπέθετε κάποιος μέσα από τη διατύπωση του ΠΟΥ, αλλά βρισκόμαστε σε ύφεση της επιδημίας. Μέσα στο 2019 είχαμε λίγα μόνο κρούσματα, ως επί το πλείστον εισαγόμενα, και κανέναν θάνατο. Και αυτό διότι μετά την επιδημική έξαρση των δύο προηγούμενων ετών ελήφθησαν μέτρα τα οποία, όπως αποδεικνύεται, ήταν επιτυχή». Ποια ήταν αυτά τα μέτρα; «Κατ’ αρχάς, καλύφθηκε εμβολιαστικά ένα σημαντικό ποσοστό Ρομά, οι οποίοι αποτελούν έναν ευαίσθητο πληθυσμό και βασική πηγή εξάπλωσης της νόσου. Εγιναν εμβολιασμοί σε χιλιάδες Ρομά, τόσο από κλιμάκια του ΕΟΔΥ όσο και από γιατρούς μη κυβερνητικών οργανώσεων. Κατά δεύτερον, τροποποιήθηκε χρονικά το σχήμα εμβολιασμού στα παιδιά. Παλαιότερα η δεύτερη δόση του εμβολίου χορηγούνταν στην ηλικία των τεσσάρων ή πέντε ετών. Κατά τη διάρκεια της επιδημίας αποφασίστηκε η πρώτη δόση να χορηγείται στην ηλικία των 12 μηνών και τρεις μήνες μετά να γίνεται χορήγηση της δεύτερης δόσης ώστε να είναι τα παιδιά καλυμμένα. Επίσης, εκτός από τα παιδιά, συστήθηκε όλοι οι έφηβοι και ενήλικοι που έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν ιστορικό νόσου να είναι εμβολιασμένοι με δύο δόσεις του εμβολίου της ιλαράς».
Στο ερώτημα αν οι αντιεμβολιαστικές απόψεις που επικρατούν σε μερίδα του πληθυσμού σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας, ήταν ένας από τους παράγοντες που «πυροδότησαν» την επιδημία, η κυρία Θεοδωρίδου υπογράμμισε ότι «δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ως ένοχη τη διστακτικότητα κάποιων γονέων προς τους εμβολιασμούς σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη επιδημική έξαρση. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τα στοιχεία, μόλις ένα ή δύο κρούσματα είχαν ως αιτιολογία τον μη εμβολιασμό».
Δεν υπάρχει εφησυχασμός
Παρά τη θετικότερη αυτή εικόνα, δεν υπάρχει εφησυχασμός, μας επεσήμανε η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών. «Η ιλαρά δεν έχει εξαλειφθεί, καθώς υπάρχουν εισαγόμενα κρούσματα και μεταναστευτικές ροές, οπότε ανά πάσα στιγμή η εικόνα μπορεί να αλλάξει. Επίσης συνεχίζονται οι προσπάθειες επιτήρησης, ενημέρωσης και εμβολιασμών στους Ρομά που αφορούσαν και την κύρια πηγή των περιστατικών στην επιδημική έξαρση. Συγχρόνως συνεχίζεται και εντείνεται η σωστή ενημέρωση από τους γιατρούς προς τον πληθυσμό, αλλά και οι καμπάνιες ενημέρωσης».
Κλείνοντας η κυρία Θεοδωρίδου θέλησε να στείλει το δικό της μήνυμα προς τον πληθυσμό. Οπως ανέφερε, «τώρα που ξεκινά η σχολική χρονιά ας ελέγξουν όλοι οι γονείς τα βιβλιάρια υγείας των παιδιών τους και αν έχουν παραλείψει κάποια δόση εμβολίου, ας φροντίσουν να τους την κάνουν. Αλλά και οι ίδιοι οι ενήλικοι να μην παραλείπουν τους εμβολιασμούς. Σε έναν μήνα από τώρα θα έλθει η ώρα για να ξεκινήσει ο εμβολιασμός για τη γρίπη. Οσοι πρέπει να κάνουν το εμβόλιο ας μην το παραλείψουν. Οσο για εκείνους που είναι διστακτικοί απέναντι στα εμβόλια, πρέπει να τους πούμε ότι τα εμβόλια είναι βιολογικά προϊόντα και δεν υπάρχει κανένα βιολογικό προϊόν που να είναι απολύτως ασφαλές. Ωστόσο τα εμβόλια που κυκλοφορούν πληρούν συγκεκριμένα αυστηρά κριτήρια, είναι δοκιμασμένα και αν βάλουμε στη ζυγαριά τα τεράστια οφέλη τους σε σχέση με τους ελάχιστους κινδύνους με τους οποίους θα μπορούσαν να συνδέονται, η ζυγαριά κλίνει αδιαμφισβήτητα προς την πλευρά του οφέλους».
Για μια πολύ καλύτερη εικόνα την εφετινή χρονιά, σε σύγκριση με τα προηγούμενα δύο έτη, έκανε λόγο στο «Βήμα» και ο επίκουρος καθηγητής Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας στο ΕΚΠΑ, στη Β’ Πανεπιστημιακή Παιδιατρική Κλινική του Νοσοκομείου Παίδων «Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού», κ. Νικόλαος Σπυρίδης. Ο κ. Σπυρίδης σημείωσε ότι «μέσα σε αυτή τη χρονιά δεν έχουμε αντιμετωπίσει ούτε ένα κρούσμα ιλαράς στο νοσοκομείο. Η έξαρση των δύο προηγούμενων ετών οφειλόταν κατά κύριο λόγο στους Ρομά, ξεκίνησε μάλιστα από πληθυσμούς Ρομά στη Βόρεια Ελλάδα που βρίσκονταν κοντά σε πληθυσμούς άλλων βαλκανικών χωρών όπου καταγράφονταν επιδημίες. Πάνω από 80% των κρουσμάτων αφορούσαν Ρομά και κυρίως μικρά παιδιά. Η αλυσίδα της μετάδοσης συνεχίστηκε μέσα σε νοσοκομεία που επισκέπτονταν οι Ρομά, οι οποίοι έρχονταν σε επαφή με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που δεν ήταν πλήρως εμβολιασμένο, και τελικώς υπήρξε και μια κάποια διασπορά στην κοινότητα. Κατεγράφησαν συνολικά περί τα τρεις χιλιάδες κρούσματα, ωστόσο είναι γνωστό ότι πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις οι αριθμοί δεν αποτυπώνουν την πραγματική εικόνα, αφού πολλά κρούσματα δεν δηλώνονται».
tovima.gr

Πηγή: https://medlabgr.blogspot.com