Σοβαρή απειλή η μικροβιακή αντοχή εν μέσω πανδημίας

Πιο επίκαιρη από πότε η σωστή χρήση αντιβιοτικών

 

Σε «αχίλλειο πτέρνα» για την Δημόσια Υγεία αλλά και για την αντιμετώπιση του COVID-19 ειδικότερα, κυρίως στις περιπτώσεις ασθενών με βαριά συμπτώματα και επιπλοκές, αναδεικνύεται το πρόβλημα της αντοχής στα αντιβιοτικά εν μέσω της πανδημίας του νέου κορονοϊού, που έχει φέρει στην επιφάνεια αδυναμίες και διαρθρωτικά προβλήματα στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης παγκοσμίως, τονίζει το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων (CLEO). Όπως αναφέρει, εδώ και χρόνια ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και άλλοι κορυφαίοι οργανισμοί δημόσιας υγείας προειδοποιούν ότι η αντοχή στα αντιβιοτικά, η οποία προκαλείται κυρίως από την υπερβολική χρήση τους, είναι μια από τις σοβαρότερες απειλές για τη δημόσια υγεία και την ανάπτυξη παγκοσμίως. Ο COVID-19 δημιουργεί αυξημένη ανάγκη για λειτουργία μονάδων εντατικής θεραπείας –οι οποίες είναι το μέρος με το υψηλότερο ποσοστό νοσοκομειακών λοιμώξεων και μικροβιακής αντοχής– και μάλιστα για ασθενείς που είναι ευαίσθητοι σε δευτερογενείς λοιμώξεις. Αυτός ο συνδυασμός συνιστά μεγάλη δοκιμασία στο μέτωπο της αντιμετώπισης του προβλήματος της αντοχής στα αντιβιοτικά. Η απειλή αυτή είναι ιδιαίτερα σοβαρή για την Ελλάδα, η οποία ιστορικά έχει από τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης και αντοχής στα αντιβιοτικά στην Ευρώπη. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά νοσοκομειακών λοιμώξεων στην Ευρώπη, συνεπώς παρότι η χώρα μας έχει σχετικά χαμηλά ποσοστά νόσησης και θανάτων από τον κορονοϊό, διατρέχει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κρουσμάτων και θανάτων λόγω βακτηριακών λοιμώξεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το πιο αποτελεσματικό όπλο που διαθέτουμε για την καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής είναι απλό, οικονομικό και τεκμηριωμένο με ισχυρά στοιχεία: Πρόκειται για την αντιμικροβιακή διαχείριση, η οποία στοχεύει στη βελτιστοποίηση της χρήσης αντιβιοτικών προκειμένου να αποτρέψει ταυτόχρονα της ανάπτυξη αντοχής και να βελτιώσει τα αποτελέσματα στους ασθενείς.

 

 

Πηγη:HealthDaily