“Συνδημία” κορωνοϊού και ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων

Υψηλά ποσοστά άγχους, κατάθλιψης και διαταραχών ύπνου μετά από τη νόσηση. Τι δείχνουν οι μελέτες για τα βιώματα των ασθενών, αλλά και των επαγγελματιών Υγείας.

Σωματική και ψυχική καταπόνηση κατά τη διάρκεια της νόσησης από COVID-19, συμπτώματα μακράς COVID που εμμένουν για πολλούς μήνες μετά την οξεία φάση και νευροψυχικές παθήσεις που μπορεί να πυροδοτηθούν από όλα τα παραπάνω, συνθέτουν ένα κοκτέιλ που απαιτεί ολιστική προσέγγιση και θα απασχολήσει τα συστήματα υγείας στην επόμενη φάση της πανδημίας.

“Πέρα από μια πανδημία μπορούμε να μιλάμε πλέον και για μια ‘συνδημία’, δηλαδή για ενσωμάτωση δύο ή περισσότερων ταυτόχρονων προβλημάτων που σχετίζονται με την επιδημία”, είπε ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Ευάγγελος Φραδέλος, μιλώντας στο 28ο Ιατρικό Συνέδριο Ενόπλων Δυνάμεων που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη, και αναφέρθηκε σε σειρά εγχώριων και διεθνών μελετών που ανέδειξαν τις ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας.

Όπως είπε, περισσότερο ευάλωτοι είναι οι επαγγελματίες υγείας, άλλοι εργαζόμενοι πρώτης γραμμής, οι οικογένειές τους, ασθενείς που νοσούν ή έχουν νοσήσει από COVID-19, καθώς και άτομα με προϋπάρχοντα προβλήματα ψυχικής Υγείας.

Κόπωση, άγχος και κατάθλιψη

Μελέτη του Τμήματος Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σε συνεργασία με την Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Λάρισας, διερεύνησε τα εμμένοντα συμπτώματα, την ψυχική υγεία και την ποιότητα ζωής ασθενών που νοσηλεύτηκαν. Ένα μεγάλο ποσοστό, της τάξης του 55,8% ανέφερε ότι βίωνε συμπτώματα άγχους, ένα ακόμη μεγαλύτερο, 67,6%, δήλωνε πως νιώθει κόπωση και ένα 44,8% ότι έχει σωματικούς πόνους. Το 7,6% ανέφερε πως βιώνει συμπτώματα κατάθλιψης. Η εξέταση ασθενών με τα κατάλληλα διαγνωστικά εργαλεία ανέδειξε κάποιες διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε αυτό που βιώνουν οι ασθενείς και την διάγνωση.

Ανάλογα είναι τα ευρήματα και πολυάριθμων μελετών από το εξωτερικό. Ενδεικτικά σε μελέτη στην Ιταλία, σε 261 ασθενείς, μόλις 2 μήνες μετά τη νόσηση, το 28% βίωνε άγχος, εκ των οποίων το 13,4% σοβαρής μορφής, το 16% κατάθλιψη (10% σε σοβαρή μορφή) και το 36,4% μετατραυματική διαταραχή του στρες.

Σε ανάλογη μελέτη στην Ελβετία, ένας στους πέντε ασθενείς παρουσίασε ψυχική καταπόνηση μετά την έξοδο από το νοσοκομείο, 18,5% συμπτώματα άγχους, 9,3% κατάθλιψης, 6,5% βίωνε και τα δύο.

Ιαπωνική μελέτη κατέληξε στο ότι οι ασθενείς που κατά τη νοσηλεία τους χρειάστηκαν παρατεταμένο μηχανικό αερισμό (για περισσότερες από δύο εβδομάδες) είχαν στατιστικά σημαντική διαφορά τόσο στη λειτουργικότητά τους όσο και στα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης.

Άλλοι σχετιζόμενοι παράγοντες που έχουν αναδειχτεί είναι το φύλο, με τις γυναίκες να είναι πιο ευάλωτες ψυχικά, η νοσηλεία ή μη σε ΜΕΘ, καθώς και οι διαταραχές στην όσφρηση ή την όραση, συνεπεία της νόσησης.

“Η μελλοντική διαχείριση της COVID-19 περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας ειδικής υπηρεσίας που ενσωματώνει παρεμβάσεις για την άσκηση, τη διατροφή, τις ασφαλείς πρακτικές υγιεινής, την ψυχοθεραπεία, την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου μετά τη θεραπεία, σε συνδυασμό με την υγειονομική περίθαλψη”, κατέληξε ο κ. Φραδέλος.

Νοσηλευτές: ψυχική καταπόνηση και burnout

Σειρά μελετών έχει αναδείξει τις ψυχολογικές επιπτώσεις και την επαγγελματική εξουθένωση των επαγγελματιών Υγείας που έδωσαν και δίνουν τη μάχη κατά της πανδημίας από την πρώτη γραμμή.

Ειδική κατηγορία εργαζομένων, ανάμεσά τους, αποτελούν οι νοσηλευτές, οι οποίοι λόγω της άμεσης επαφής με τον ασθενή και της διάρκειας παρουσίας τους μέσα στους χώρους νοσηλείας βρίσκονται πιο εκτεθειμένοι στους κινδύνους μόλυνσης, όπως ανέφερε μιλώντας στο ίδιο συνέδριο η Νικολέτα Αποστολίδη, νοσηλεύτρια στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο της Λάρισας.

“Ειδικά για τους νοσηλευτές, η επαγγελματική εξουθένωση μπορεί να οδηγήσει σε απροθυμία ανάληψης ηγετικού ρόλου, σε παροχή χαμηλότερης ποιότητας περίθαλψης, σε μειωμένο επίπεδο ικανοποίησης των ασθενών, σε αυξημένο επίπεδο λοιμώξεων που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη και σε υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας μεταξύ των ασθενών”, επεσήμανε.

Η εμπειρία και από προηγούμενες πανδημίες ανέδειξε ότι οι νοσηλευτές διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης και άλλων δυσμενών αποτελεσμάτων στην σωματική τους υγεία, και κατ΄ επέκταση την ψυχική. Άγχος, κατάθλιψη, αϋπνία, αγωνία και υψηλά ποσοστά εξουθένωσης έχουν προκύψει από τα αποτελέσματα μελετών σε διάφορες χώρες.

“Κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι νοσηλευτές αντιμετώπιζαν υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από τους γιατρούς σε ορισμένες χώρες, καθώς και υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους, λόγω του ότι έχουν συνήθως υψηλότερο φόρτο εργασίας, παραμένουν σε πτέρυγες με ασθενείς COVID για περισσότερο χρονικό διάστημα, παρέχοντας άμεση νοσηλευτική φροντίδα και η ψυχική τους κατάσταση μπορεί επίσης να επηρεαστεί από την κατάσταση και τα προβλήματα των ίδιων των ασθενών”, σημείωσε η κ. Αποστολίδη, η οποία αναφέρθηκε και σε ελληνική μελέτη που διαπίστωσε πως οι γυναίκες νοσηλεύτριες έχουν μεγαλύτερα ποσοστά άγχους, στρες και κατάθλιψης από τους άνδρες.

Καταλήγοντας, υποστήριξε πως η εξουθένωση των νοσηλευτών φτάνει σε νέα υψηλά επίπεδα σήμερα, με τις τελευταίες εκτοξεύσεις της παραλλαγής Όμικρον, οδηγώντας πολλούς ακόμα και στη σκέψη της παραίτησης. Σε αμερικανική μελέτη, το ποσοστό των νοσηλευτών που δήλωσαν ότι σκέφτονται να εγκαταλείψουν το επάγγελμα ήταν κατά 40% μεγαλύτερο σε σχέση με ένα χρόνο πριν.

 

 

Πηγη: https://www.iatronet.gr/