Το ΚΕΣΥ τοποθετείται: Ποιοι δικαιούνται τον τίτλο του Διαβητολόγου

«Τέλος» στην παραφιλολογία γύρω από την ειδίκευση στο Διαβήτη βάζει με ανακοίνωσή του το ΚΕΣΥ, με αφορμή την «κόντρα» Παθολόγων και Ενδοκρινολόγων για τα επιστημονικά κι επαγγελματικά τους δικαιώματα και τη σύγχυση που έχει προκληθεί στους ασθενείς.

Το ΚΕΣΥ κάνει λόγο για μια πλήρως άναρχη κατάσταση στο Διαβήτη κατά τα προηγούμενα χρόνια, όπου ο τίτλος του «Διαβητολόγου», τόσο στο ΕΣΥ όσο και στην ιδιωτική ιατρική, χρησιμοποιείτο κατά το δοκούν. «Η ανεπαρκής θεσμική θωράκιση και η «αγορά» ρύθμιζε κάθε δραστηριότητα (κλινική, εκπαιδευτική, ερευνητική)» αναφέρει σχετικά.

«Η ιατρική εκπαίδευση, η κλινική εφαρμογή και η έρευνα δεν περιχαρακώνεται από στεγανά συντεχνιακού χαρακτήρα, αλλά ορίζεται με γνώμονα την εξέλιξη της επιστήμης, τις αναπτυσσόμενες ανάγκες των ασθενών και τις νέες τεχνολογίες»ξεκαθαρίζει περαιτέρω και υπεραμύνεται των δύο πρόσφατων ΥΑ για τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης των ειδικευομένων και εξειδικευομένων γιατρών.

Στη βάση των προαναφερόμενων, το θεσμικό πλαίσιο τροποποιείται ως εξής:

  • Θεσπίζεται για τους Παθολόγους και Παιδίατρους η εξειδίκευση για τον Σακχαρώδη Διαβήτη που θα ακολουθεί τους κανόνες των εξειδικεύσεων (δηλαδή 2ετής εκπαίδευση σε Διαβητολογικό Κέντρο και απόκτηση της εξειδίκευσης μετά από εξετάσεις). Όσον αφορά τους μέχρι τώρα ασχολούμενους με τη νόσο, εφόσον το επιθυμούν θα υποβάλλουν το βιογραφικό τους και θα κριθούν από την αρμόδια 7μελή (3 Παθολόγοι, 3 Ενδοκρινολόγοι, 1 Παιδίατρος) επιτροπή, που συγκροτείται με υπουργική απόφαση έπειτα από γνωμοδότηση του ΚΕΣΥ. Μόνο οι ανωτέρω θα δικαιούνται νόμιμα να φέρουν το τίτλο του «Διαβητολόγου». Η θέσπιση της εξειδίκευσης στον Σακχαρώδη Διαβήτη θα συμβάλλει στον καθορισμό ενός αυστηρά ελεγχόμενου πλαισίου εκπαίδευσης και αξιολόγησης των εξειδικευόμενων. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλισθεί η τυποποίηση και το υψηλό επίπεδο της εκπαίδευσης και της επιμόρφωσης σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, ώστε να παραχθούν πιστοποιημένα στελέχη για τις ανάγκες της εκπαίδευσης γιατρών στον Σακχαρώδη Διαβήτη. Έτσι θα βοηθήσει στην ποιοτικότερη παροχή υπηρεσιών υγείας στα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη, αλλά και θα αποκαταστήσει το επιστημονικά τελείως αδιανόητο οι Ενδοκρινολόγοι, που είναι ιατροί ενηλίκων, να αντιμετωπίζουν ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη παιδικής και εφηβικής ηλικίας.
  • Με την αλλαγή του τίτλου της Ενδοκρινολογίας σε «Ενδοκρινολογία-Διαβήτης και Μεταβολισμός» πιστοποιείται ότι οι Ενδοκρινολόγοι μπορούν να φέρουν τον τίτλο του Διαβητολόγου και αναγνωρίζονται ως ισότιμοι των εξειδικευμένων Παθολόγων και Παιδιάτρων.
  • Το τελευταίο και ίσως σημαντικότερο που αφορά τους Γενικούς Γιατρούς, δεδομένου ότι ο Σακχαρώδης Διαβήτης αποτελεί κύρια αντικείμενο Α’θμιας περίθαλψης υγείας. Οι Γενικοί Γιατροί δεν μπορούν να πάρουν την εξειδίκευση του ΣΔ, δεδομένου ότι μέχρι τώρα η εκπαίδευση τους στην Παθολογία ήταν μόλις 6 μήνες (τώρα, με τις αλλαγές του Αυγούστου 2018 έγινε 1 χρόνος). Τούτου δοθέντος και με δεδομένη τη τεράστια σημασία του ρόλου τους στην Α’βάθμια περίθαλψη μπορούν να κάνουν μετεκπαίδευση στα Διαβητολογικά Κέντρα έως 1 χρόνο, δεν μπορούν όμως να φέρουν το τίτλο του «Διαβητολόγου».

Το «φορτίο» της νόσου στην Ελλάδα

Το ΚΕΣΥ αποδίδει την εξειδικευμένη συνδρομή των Παθολόγων/Παιδιάτρων για την αποτελεσματική πρόληψη και αντιμετώπιση του Διαβήτη σε τρεις κυρίως λόγους: στην πολυσυστηματικότητα της νόσου, το μεγάλο αριθμό των ατόμων με Διαβήτη και στις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της χώρας.

Ειδικότερα, κάνει λόγο για μια χρόνια εξελισσόμενη αγγειακή κυρίως (και όχι μόνο) νόσο, που έχει πολυσυστηματικές συνέπειες με μακροχρόνιες επιπλοκές, η κλινική αντιμετώπιση της οποίας αγγίζει τα 1.300 ευρώ ετησίως για κάθε ασθενή χωρίς επιπλοκές και τα 3.500 ευρώ για κάθε ασθενή με επιπλοκές. Επισημαίνει, παράλληλα, πως η συχνότητα του ΣΔ τύπου 2 εντοπίζεται πλέον σε ποσοστό 12% του πληθυσμού (περίπου 1.200.000 άτομα), και ταυτόχρονα παρατηρείται αύξηση της συχνότητας του λεγόμενου νεανικού Διαβήτη.

«Είναι προφανές ότι ο αριθμός των ενεργών ενδοκρινολόγων που ασχολούνται με την διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου, που κυμαίνεται από 600-800 ανά τη χώρα, αδυνατεί να ανταποκριθεί στις παραπάνω απαιτήσεις» καταλήγει το ΚΕΣΥ.

 

Πηγη:https://virus.com.gr/