Ένας μύκητας, o Candida auris, που είναι συχνά ανθεκτικός στα φάρμακα έχει εξαπλωθεί με «ανησυχητικό ρυθμό» στις δομές υγειονομικής περίθαλψης στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων.
Ο Candida auris είναι ένας μύκητας δυνητικά θανατηφόρος για τους νοσηλευόμενους ασθενείς, ιδίως αν αντιμετωπίζουν πολλαπλά ιατρικά προβλήματα.
Ο μύκητας εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Ασία το 2009 και το πρώτο κρούσμα στις ΗΠΑ χρονολογείται από το 2013. Στην αρχή, ο Candida auris περιοριζόταν στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο, αλλά έκτοτε έχει εντοπιστεί σε περισσότερες από τις μισές πολιτείες των ΗΠΑ και έχει γίνει ενδημικός σε ορισμένες περιοχές, σύμφωνα με έκθεση του CDC.
Από το 2019 έως το 2021, 17 πολιτείες κατέγραψαν για πρώτη φορά κρούσματα του μύκητα. Η Καλιφόρνια και το Τέξας ήταν ανάμεσα στις περιοχές όπου η μεταδόσεις αυξήθηκαν κατά την ίδια περίοδο, σύμφωνα με το CDC.
Οι λοιμώξεις έχουν αυξηθεί κατά περίπου 200% από περίπου 500 το 2019 σε περισσότερες από 1.400 το 2021. Ο μύκητας εξαπλώνεται περισσότερο σε κλινικές μακροχρόνιας φροντίδας για ασθενείς με σοβαρές ιατρικές παθήσεις που χρειάζονται συνεχή θεραπεία.
Οι ομάδες κινδύνου
Τα συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν πολύ ανάλογα με τον τύπο της λοίμωξης, αλλά ο πυρετός και τα ρίγη είναι τα πιο συνηθισμένα. Οι άνθρωποι με αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα, οι διαβητικοί, όσοι λαμβάνουν πολλά αντιβιοτικά ή υποστηρίζονται από αναπνευστικούς σωλήνες, σωλήνες σίτισης και καθετήρες κινδυνεύουν περισσότερο.
Μια έκθεση του 2021 του CDC, διαπίστωσε ότι η θνησιμότητα σε δύο επιδημίες του μύκητα που ήταν ανθεκτικός στις εχινοκανδίνες ήταν 30%, σε διάστημα 30 ημερών. Τα περιστατικά που μελετήθηκαν στις επιδημίες ήταν κυρίως βαριά άρρωστοι ασθενείς σε δομές μακροχρόνιας φροντίδας, οπότε η ακριβής συμβολή του Candida auris στους θανάτους δεν ήταν σαφής. Οι επιδημίες έλαβαν χώρα στην Ουάσιγκτον και το Τέξας.
Ο Candida auris είναι συχνά ανθεκτικός στα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία μυκητιάσεων. Το 2020, το 86% των δειγμάτων ήταν ανθεκτικό στις αζόλες, μια κατηγορία αντιμυκητιασικών φαρμάκων, και το 26% ήταν ανθεκτικό στην αμφοτερικίνη Β.
Το CDC απέδωσε την ταχεία εξάπλωση του μύκητα στον περιορισμένο έλεγχο των λοιμώξεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας λόγω της επιβάρυνσης του συστήματος υγείας από τις ελλείψεις προσωπικού και εξοπλισμού, και στην αυξημένη χρήση αντιμικροβιακών φαρμάκων.
«Η ταχεία αύξηση και η γεωγραφική εξάπλωση των κρουσμάτων είναι ανησυχητική και υπογραμμίζει την ανάγκη για συνεχή επιτήρηση, διευρυμένες εργαστηριακές δυνατότητες, ταχύτερες διαγνωστικές εξετάσεις και τήρηση των αποδεδειγμένων μέτρων πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων», δήλωσε η επιδημιολόγος του CDC Δρ. Meghan Lyman, επικεφαλής συγγραφέας της έκθεσης.
Πηγη: https://healthpharma.gr