Σκληρή απάντηση στην επιστολή Κουρέτα στον Πρωθυπουργό

Απάντηση στα όσα ανέφερε ο καθηγητής του πανεπιστημίου Θεσσαλίας Δημήτρης Κουρέτας σε επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό για τους ελέγχους του κοροναϊού δίνει ο καθηγητής του πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Γιώργος Θυφρονίτης. Είναι καθηγητής Κυτταρικής και Μοριακής Ανοσολογίας του Τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών.

Θυμίζουμε ότι ο κ. Κουρέτας έστειλε επιστολή στον Κυριάκο Μητσοτάκη, με την οποία εξέφρασε την αντίθεσή του με τη στρατηγική που έχει χαράξει η χώρα μας στη διενέργεια τεστ για τον κοροναϊό. Ακόμη, ζήτησε τον “εντοπισμό και ακριβή καταγραφή των κρουσμάτων σε όλο τον πληθυσμό. Όπως υπογράμμισε στην επιστολή του, με την διενέργεια περιορισμένου αριθμού τεστ και σε μεγάλες ηλικίες «χάνουμε τη δυνατότητα καταγραφής και εντοπισμού των κρουσμάτων, στις νέες ηλικίες».

Από την άλλη, ο κ. Θυφρονίτης αναφέρει: “Στην επιστολή του στον Πρωθυπουργό, ο κ. Κουρέτας, γράφει ότι στην Ελλάδα γίνονται καθημερινά 300-400 διαγνωστικά τεστ ανίχνευσης του κορωνοϊού. Ανακριβές, 300-350 τεστ γίνονται καθημερινά μόνο στο Ινστιτούτο Παστέρ, ενώ υπάρχουν 4 ή 5 ακόμη πιστοποιημένα εργαστήρια που κάνουν το τεστ.

Εκτός όμως από τη σημαντική αυτή ανακρίβεια στην επιστολή υπάρχουν αρκετά παραπλανητικά σημεία και απλουστεύσεις. Ο κ. Κουρέτας δε μας εξηγεί γιατί ο έλεγχος του 1,2% του πληθυσμού της Ν. Κορέας βοηθάει στα εξαιρετικά κλινικά αποτελέσματα της χώρας αυτής, ή στον περιορισμό του ιού. Αναμφισβήτητα τα επιδημιολογικά στοιχεία είναι απαραίτητα για την κατανόηση της μεταδοτικότητας και της διεισδυτικότητας του ιού και βοηθούν στο να ληφθούν πολιτικές αποφάσεις, ο ιός όμως δεν συμπεριφέρεται διαφορετικά στην κάθε χώρα.

Ιδανικά θα θέλαμε να ελέγξουμε όλο τον πληθυσμό και να απομονώσουμε τους φορείς και όχι μόνο τους νοσούντες. Τα αποτελέσματα θα ήταν εντυπωσιακά, σε 2-3 εβδομάδες ο ιός θα εξαφανιζόταν. Το κόστος των τεστ θα ήταν περίπου 200-250 εκατομμύρια €, πολύ μικρότερο, δηλαδή, από τα μέτρα που έχει εξαγγείλει μέχρι στιγμής η κυβέρνηση.

Γιατί λοιπόν δεν ακολουθούμε αυτή την προσέγγιση; Γιατί εκτός των νομικών εμποδίων (κανένας δεν μπορεί να υποχρεώσει τους πολίτες να υποβληθούν σε διαγνωστικό τεστ), δεν υφίστανται οι υλικές προϋποθέσεις. Κάθε επιστήμονας που έχει έστω και μακρινή σχέση με τη διάγνωση, γνωρίζει ότι τα διαγνωστικά τεστ δεν γίνονται σε ερευνητικά εργαστήρια.

H διάγνωση γίνεται σε πιστοποιημένα διαγνωστικά εργαστήρια σύμφωνα με τις οδηγίες της ΕΕ, με πιστοποιημένα μηχανήματα και αντιδραστήρια (CE-IVD, CE Marking for In Vitro Diagnostic). Οτιδήποτε άλλο είναι απλά επικίνδυνο. Επίσης είναι γνωστό ότι τη στιγμή αυτή υπάρχει έλλειψη μηχανημάτων και αντιδραστηρίων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως.

Στις 17/3 ο γνωστός επιδημιολόγος, καθηγητής στο Stanford κ. Ι. Ιωαννίδης, έγραψε: “Three months after the outbreak emerged, most countries, including the U.S., lack the ability to test a large number of people and no countries have reliable data on the prevalence of the virus in a representative random sample of the general population”.

Και τέλος διερωτώμαι, ο κ. Κουρέτας αποφαίνεται βαρύγδουπα στην επιστολή του ως ειδικός επιδημιολόγος, λοιμωξιολόγος ή ειδικός σε θέματα δημόσιας υγείας; Το ρωτάω γιατί, αν δεν αναγράφεται λανθασμένα στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο κ. Κουρέτας είναι καθηγητής Φυσιολογίας Ζωικών οργανισμών – Τοξικολογίας.

Όσο για τους επιστήμονες της σχολής Θετικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, που συντάχθηκαν με τις απόψεις του κ. Κουρέτα, να διευκρινίσουμε ότι δεν είναι επιστημονικό σωματείο, είναι συνδικαλιστικό σωματείο. Απλά η αντιπολιτευτική τους πολιτική συναντιέται με την επιθυμία του κ. Κουρέτα να τραβήξει, έστω και για λίγο, την προσοχή του εθνικού ακροατηρίου”.

 

 

Πηγη:https://virus.com.gr/